Ενδεικτική απάντηση σε ερώτηση ερμηνευτικού σχολίου


Η πύλη νοιξε ργά. Μπο­ρε κι α­του­νο ν το φά­νη­κε ­τι ­λα γί­νον­ταν σ ρ­γ κί­νη­ση. Ε­χε συ­νη­θί­σει ν βλέ­πει τν κό­σμο μ κι­νη­μα­το­γρα­φι­κ μα­τιά, τ ε­χε σπου­δά­σει, μό­νο πο δν ε­χε κα­τα­φέ­ρει ­κό­μη ν γυ­ρί­σει τν πρώ­τη του ται­νί­α. Μι ται­νι­ού­λα μι­κρο μή­κους ε­χε κα­τορ­θώ­σει ν φτιά­ξει, κι ­κεί­νη δν ­φτα­σε ο­τε στ φε­στι­βλ νέ­ων δη­μι­ουρ­γν τς Δρά­μας. Μπά, δν ­ταν γκαν­τε­μι τω­ρι­νή, α­τ τν κου­βά­λα­γε χρό­νια, ­π τό­τε. ­π κε­νον πο θ ­βγαι­νε σ λί­γο ­π τν πύ­λη τν φυ­λα­κν.
       Ο ­γρο­τι­κς Φυ­λα­κές. ­πί­τη­δες, λές, φτι­αγ­μέ­νες ­ξω ­π τν πό­λη, σ μι στε­πώ­δη ­νοι­χτω­σιά. Γκρί­ζο χ­μα, ­καλ­λι­έρ­γη­το, κά­τι πα­λι ρ­γο­στά­σια ­πε­ξερ­γα­σί­ας με­τάλ­λων ε­χαν ­φή­σει πί­σω τους ­ρεί­πια κα μο­λυ­σμέ­να ­πε­δά­φη. Ο κτι­ρια­κς γ­κα­τα­στά­σεις μο­να­χι­κές, στ που­θε­νά, σν ν τε­λεί­ω­νε κά­που ­κε ζω­ κα ­μέ­σως πα­ρα­πέ­ρα ν’ ρ­χι­ζε τ τί­πο­τε.
       Πς νά ­ταν ­ρα­γε α­τς πο ε­χε ρ­νη­θε ν τν δε ε­κο­σι ­λό­κλη­ρα χρό­νια; Κα για­τί ­πρε­πε ν τν δε; Ν τν φορ­τω­θε; Ν φορ­τω­θε τς δι­κές του τύ­ψεις; Πι λο­γι­κ ­κου­γό­ταν ν μν τν συ­ναν­τή­σει ποτέ. Τ γράμ­μα­τά του λί­γα. ­πί­σκε­ψη κα­μιά, κα ς ­πέ­με­νε για­γι Ντρού­σκα, λί­γο πρν πε­θά­νει, ­τι ­πρε­πε ν τν συγ­χω­ρέ­σει κα ν τν δε ­π κον­τά. Δι­κός της γις ­ταν δο­λο­φό­νος, ν ­ταν μά­να τς νύ­φης, ποι­ς ξέ­ρει ν θ ν­τι­δρο­σε ­τσι γι τν φο­νιά.
       δο­κι­μα­σί­α, μέ­χρι ν ­πο­φα­σί­σει ν συ­ναν­τή­σει τν ­πο­φυ­λα­κι­σμέ­νο πα­τέ­ρα του, κρά­τη­σε μ­νες. Τε­λι­κά το ­πο­δέ­χτη­κε κα ρ­θε. Του­λά­χι­στον ς τν κα­τέ­βα­ζε μέ­χρι τν πό­λη κι ς τν ­φη­νε στν και­νού­ρια του ζω­ή, ­ση το ­πέ­με­νε.
       πύ­λη ­νοι­γε. κά­με­ρα στ χέ­ρια του. ν­θρω­πος πο ­βγαι­νε κρα­το­σε ­να σκ βου­α­γι­άζ. Τ συννε­φό­κα­μα το ­φερ­νε πρό­σκαι­ρη τύ­φλω­ση στ μά­τια­κε μέ­σα δν χρει­ά­ζον­ταν γυα­λιά.
       «Κα­λη­μέ­ρα» το ε­πε.
       «Κα­λη­μέ­ρα, πα­λι­κά­ρι μου» ε­πε ­πο­φυ­λα­κι­σμέ­νος, ζα­ρω­μέ­νος, ε­νου­χι­σμέ­νος. Τε­λει­ω­μέ­νος. «Τί κρα­τς στ χέ­ρια σου, γι­έ μου;»
       «Μι κά­με­ρα. Θέ­λω ν γρά­ψω τ ζω­ή σου, ρ­χί­ζον­τας ­π τ μέ­ρα πο βγ­κες.»
       «Τί τ θέ­λεις τ ζω­ή μου» ­να­ρω­τή­θη­κε χω­ρς ν πε­ρι­μέ­νει ­πάν­τη­ση. «Τν ­φα­γα. Μα­ζ μ’ ­κεί­νη.»
       γις τρα­βο­σε συ­νε­χς ­λι­κό.
       «Γι’ α­τ ρ­θες ν μ ­πο­δε­χτες, Τά­σο; Γι ν μ κά­νεις ται­νί­α;»
       «Α­τ σπού­δα­σα, πα­τέ­ρα.»
       «Σπού­δα­σες πς ν προ­δί­νεις τ ζω­ τν λ­λων;»
       ­πο­φυ­λα­κι­σμέ­νος προ­χω­ρο­σε πρς τ στά­ση τν λε­ω­φο­ρεί­ων. Κά­θε μί­α ­ρα περ­νο­σε ­να λε­ω­φο­ρε­ο το ΚΤΕΛ. Δν ­βλε­πε στ μά­τια τν γιό του, για­τί δν μπο­ρο­σε, λ­λος ε­χε φρον­τί­σει ν φο­ρέ­σει τ μά­τια το φα­κο.
       «Για­τί τ σκό­τω­σες;»
       «Α­τ ρ­θες ν μά­θεις ­π μέ­να; Ε­κο­σι χρό­νια ­μει­να ­κε μέ­σα στος γα­μη­μέ­νους τοί­χους γι ν τ ξε­χά­σω…»
       «­χεις δί­κιο. μά­να δν ξε­χνι­έ­ται.»
       «Σω­στά. Στα­μά­τα ν μ φω­το­γρα­φί­ζεις!»
       «Σ κι­νη­μα­το­γρα­φ».
       «Θς ν μά­θεις για­τί τ σκό­τω­σα; Δν σο ε­πε για­γιά σου, κοι­νω­νί­α σω­στ δν σο τ πρό­λα­βε τ μυ­στι­κό;»
       «Τί ν προ­λά­βει;»
       «Για­τί τ σκό­τω­σα…»
       «Για­τί ε­σαι πα­ρα­νο­ϊ­κς κα τ ζή­λευ­ες.»
       ­πο­φυ­λα­κι­σμέ­νος ν­τρας στα­μά­τη­σε ξαφ­νι­κ κα στά­θη­κε μπρο­στ στν ν­θρω­πο-κά­με­ρα.
       «Δν θ σο τ σπά­σω τ μη­χα­νή, μπά­σταρ­δε. ­ξαι­τί­ας σου τ σκό­τω­σα. Γρά­ψ’ το α­τό. Γι τν τι­μή μου. Καί, ν τολ­μς, δε­ξε τν ται­νία σου κα στν τη­λε­ό­ρα­ση. Κα ­στε­ρα ψά­ξε ν βρες ποια­νο παι­δ ε­σαι…»
       Τ πλά­νο ­δεια­ζε κα­θς ν­τρας ­φευ­γε ­π τ μέ­ση κα στ θέ­ση του φα­νε­ρω­νό­ταν τ κε­νό, πί­σω ­π τ ­ρεί­πια, πί­σω ­π τ φυ­λαγ­μέ­να κτί­ρια, τ πι ­κα­τοί­κη­το κε­νό.

Γρηγοριάδης, Θ.(2007). Χάρτες. Εβδομήντα Ιστορίες, Αθήνα: Πατάκης, σελ. 150-152.

Ερώτηση ερμηνευτικού σχολίου
Το βασικό ερώτημα που θέτει το κείμενο είναι αν η τιμή μπορεί να δικαιολογήσει τον φόνο. Μέσα από ποιους κειμενικούς δείκτες αναδεικνύεται το ερώτημα αυτό; Ποια είναι η δική σας άποψη για το θέμα αυτό; Να αναπτύξετε την απάντηση σας σε ένα κείμενο 200 λέξεων(15 μονάδες) 

Ενδεικτική απάντηση
Στο διήγημα "Μικρού Μήκους" του Θ.Γρηγοριάδη, ο κεντρικός ήρωας, ένας νεαρός κινηματογραφιστής περιμένει έξω από τις αγροτικές φυλακές για να συναντήσει τον πατέρα του που πρόκειται να αποφυλακιστεί. Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια που έχει να τον δει, από τότε που σκότωσε τη μητέρα του, τον περιμένει με μια κάμερα στο χέρι για να γυρίσει σε ταινία τη ζωή του, ίσως γιατί έτσι θα μπορέσει να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βασανίζουν τόσα χρόνια και ίσως ακόμη γιατί δεν τολμά να τον αντικρίσει κατάματα και χρειάζεται τη βοήθεια ενός φακού για να φιλτράρει την αλήθεια που θα ακούσει.  Όσα λέγονται μέσα από τον αμήχανο διάλογο πατέρα και γιου αλλά και όσα δεν τολμούν να πουν οι δυο τους και πάντοτε υπό το άγρυπνο βλέμμα της κάμερας που κινηματογραφεί τον πατέρα αποκαλύπτουν τα κίνητρα δράσης  και ρίχνουν φως στη διάπραξη του εγκλήματος. Οι συνεχείς προστακτικές και οι εντολές που δίνει ο πατέρας στον γιο σκιαγραφούν ένα έγκλημα που έγινε για όλους υπεράσπισης της τιμής του θύτη. Οι αιχμές που αφήνει ο πατέρας για την πατρότητα του νεαρού, αιχμές που ενισχύουν τη θέση του για το έγκλημα τιμής, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσουν το έγκλημα και να δώσουν ελαφρυντικά στον πατέρα, ακόμα και αν αυτός προσπαθεί να εμφανιστεί ως το θύμα από την ντροπή της προδοσίας που κουβαλάει τόσα χρόνια. Αφαίρεσε μία ανθρώπινη ζωή, στέρησε από τον γιο του τη μητέρα του και τώρα σκοτώνει τη σύζυγο-μητέρα για δεύτερη φορά .Τελικά η συνάντηση όχι μόνο δε θα οδηγήσει στη λύτρωση αλλά θα προκαλέσει ακόμα περισσότερα ερωτηματικά και αμφιβολίες στον νεαρό ήρωα του κειμένου που θα φύγει με το απόλυτο κενό μέσα του.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ 369-529

Ευριπίδη Ελένη-Β επεισόδιο, 4η σκηνή

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ