Πολυτεχνείο 1973-2014
Εδώ πολυτεχνείο, Γ.Σαράντης
Μικρός τύμβος, Ν.Βρεττάκος
Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου, Λ.Παππά
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες
Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
λαμπαδιασμένο απ’ τις ζητωκρυαγές
να τρέχει προς το θάνατο
Αλέξανδρε του φώναξα
Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε,
πάλι και πάλι
Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη
Σ’ όλους τους δρόμους
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ
Εδώ Πολυτεχνείο
Τρείς νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες
Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
λαμπαδιασμένο απ' τις ζητωκρυαγές
να τρέχει προς το θάνατο
Αλέξανδρε του φώναξα
Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε,
πάλι και πάλι
Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη
Σ' όλους τους δρόμους
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους. Πηγή: www.lifo.gr
ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ
Εδώ Πολυτεχνείο
Τρείς νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες
Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
λαμπαδιασμένο απ' τις ζητωκρυαγές
να τρέχει προς το θάνατο
Αλέξανδρε του φώναξα
Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε,
πάλι και πάλι
Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη
Σ' όλους τους δρόμους
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους. Πηγή: www.lifo.gr
Μικρός τύμβος, Ν.Βρεττάκος
Δίχως τουφέκι
και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες
και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το
χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία
λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο
αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’
αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου, Λ.Παππά
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…
Σχόλια