ΤΟ ΠΟΥΛΑΚΙ-Ι.ΒΗΛΑΡΑΣ

 

Ο Ι.Βηλαράς κατάγεται από την Ήπειρο, μια περιοχή βεβαρημένη από το πρόβλημα της μετανάστευσης. Οι κάτοικοι της πολύ συχνά ξενιτεύονταν για να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη μακριά από τη φτωχή πατρίδα τους. Ο ποιητής λοιπόν γνωρίζοντας πολύ καλά το πρόβλημα της ξενιτιάς χρησιμοποιεί το ξενιτεμένο πουλάκι για να εκφράσει τον καημό της ξενιτιάς.
Για να διαβάσετε για τη ζωή και το έργο του Ι.Βηλαρά πατήστε εδώ.

Το ποίημα: Το Πουλάκι

Το θέμα του: Ο καημός της αποδημίας, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ξενιτεμένος, τα συναισθήματα του και η μοναξιά που βιώνει


1η-2η στροφή: Το πουλάκι ξενιτεύεται, είναι μόνο του, φοβάται καθώς πλησιάζει η νύχτα και δεν μπορεί να βρεί ένα ασφαλές μέρος στο δάσος για να περάσει το βράδυ.
3η-4η στροφή: Το πουλάκι είναι μόνο του και αναζητά απελπισμένα ένα ταίρι για να χτίσουν μαζί μια φωλιά, μάταια όμως.
5η-6η-7η-8η στροφή: Το ξενιτεμένο πουλάκι περνά άσχημες νύχτες μακριά από την οικογένεια του και τον τόπο στον οποίο συνήθιζε να ζει. Νιώθει μοναξιά και βιώνει την απομόνωση αφού όλοι το διώχνουν επειδή δεν το γνωρίζουν. Δεν υπάρχει για αυτό ούτε ένα κλαδάκι για να φτιάξει τη φωλιά του αλλά ούτε και ένα ταίρι για να μοιραστεί τις δυσκολίες και τον καημό του.
9η στροφή:  Η άσχημη κατάσταση δεν βελτιώνεται με το πέρασμα του χρόνου.Οι νύχτες εξακολουθούν να είναι δύσκολες μακριά από την πατρίδα, τα αισθήματα της μαναξιάς και  της απομόνωσης το ίδιο βασανιστικά και τίποτα δεν μπορεί ν' απαλύνει τον πόνο του ξενιτεμένου πουλιού. Τελικά όσα χρόνια και αν περάσουν το παράπονο, η πίκρα και ο καημός δεν φεύγουν από την ψυχή του ξενιτεμένου.

 

Η τεχνική της προσωποποίησης 
Στο συγκεκριμένο ποίημα ένα πουλί αποκτά ανθρώπινες ιδιότητες και μπορεί να σκέπτεται , να μιλά, να αισθάνεται μοναξιά και πίκρα, να βιώνει την επιφυλακτικότητα και την ψυχρότητα του κοινωνιού περίγυρου. Η τεχνική της προσωποποίησης είναι πολύ συνηθισμένη στα δημοτικά τραγούδια όπως και στα παραμύθια.

Επαναλήψεις    
Ο ποιητής παρουσιάζει το πρόβλημα του ξενιτεμένου να βρει ένα μέρος να φωλιάσει και να περάσει τις νύχτες του με συνεχείς επαναλήψεις. Χαρακτηριστική είναι η επανάληψη του ρήματος "ξενυχτήσω". Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το ξενιτεμένο πουλί είναι η διανυκτέρευση σ' ένα τόπο ξένο, άγνωστο και αφιλόξενο. Τη νύχτα τα αισθήματα του  φόβου και της ανασφάλειας γίνονται ακόμα  πιο έντονα χωρίς φωλιά και χωρίς συντροφιά. Ο εκπατρισμός, η αγωνία για το αύριο, η μοναξιά, η ψυχρότητα του καινούριου περιβάλλοντος, ο φόβος, η νύχτα, η ερημιά δημιουργούν πολύ αρνητικό κλίμα για το ξενιτεμένο πουλάκι και αυτό το αρνητικό κλίμα μεταφέρεται στον ανγνώστη μέσα από τις επαναλήψεις(νύχτα-ξενυχτήσω-που να καθίσω-που να φωλιάσω-που να σταθώ-να μη χαθώ).

 

Η σχέση του ποιήματος με το δημοτικό ταργούδι
Το ποίημα έχει ενταχθεί στο corpus των δημοτικών τραγουδιών και παρουσιάζει πολλά χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών: 
  1. κυριαρχία του ρήματος και του ουσιαστικού και χρήση λίγων επιθέτων(εξαίρεση το επίθετο "ξένο" που επαναλαμβάνεται πολλές φορές.
  2. επαναλήψεις
  3. λιτότητα και πυκνότητα του στίχου (στο συγκεκριμένο ποίημα βέβαια  ο στίχος είναι πολύ μικρός: πεντασύλλαβος)
  4. προσωποποίηση ( το πουλάκι αποκτά ανθρώπινες ιδιότητες)
Βέβαια απουσιάζουν κάποια άλλα χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών, όπως είναι τα άστοχα ερωτήματα, το σχήμα του αδυνάτου, ο δεκαπεντασύλλαβος, η συντακτική και νοηματική αυτοτέλεια του κάθε στίχου δηλαδή ο κάθε στίχος εκφράζει ένα ολοκληρωνένο νόημα(στο συγκεκριμένο ποίημα το νόημα περνάει στον επόμενο στίχο).



Παράλληλα κείμενα

Αποχωρισμός, Γ.Βιζυηνός

Α΄. Η Μάνα

Φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα
            βουνά!
είναι βουβά τ' αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά.
        Κι η δόλια μου η ματιά θολή.
        Παιδί μου, ώρα σου καλή!

Είν' η καρδιά μου κρύσταλλο και το κορμί μου
            παγωνιά!
σαλεύ' ο νους μου, σαν δενδρί, που στέκ' αντίκρυ στο
            χιονιά,
        και είναι ξέβαθο πολύ,
        παιδί μου, ώρα σου καλή!

Βοΐζει το κεφάλι μου σαν του χειμάρρου τη βοή!
ξηράθηκαν τα χείλη μου, και μου εκόπη κι η πνοή,
        σ' αυτό το ύστερο φιλί,
        παιδί μου, ώρα σου καλή!

Να σε παιδέψ' ο Πλάστης μου, κατηραμένη ξενητειά!
Μας παίρνεις τα παιδάκια μας και μας αφίνεις στη
            φωτιά,
        και πίνουμε τόση χολή,
        όταν τα λέμ' «ώρα καλή!»


Β΄. Το παιδί

Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
με παίρνουν, μάνα, σαν φτερό, σαν πεταλούδα
            τρυφερή,
        και δεν μπορώ να κρατηθώ·
        μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά, σηκώνουν κύμα
            βροντερό!
θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ' η στράτα, σαν νερό,
        και γω το κύμα τ' ακλουθώ
        μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν' ο ερχομός,
τόσες πικράδες και χολές μας δίν' ο μαύρος χωρισμός!
        Ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ…
        μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Πλάκωσε γύρω καταχνιά, κι ήρθε στα χείλη μ' η ψυχή!
Δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή,
        να με φυλάγη μη χαθώ,
        μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.



 


Θέλω να πα στην ξενιτιά
      
Θέλω να πα στην ξενιτιά να κάμω τριάντα ημέρες
και η ξενιτιά με γέλασε και κάνω τριάντα χρόνους.
Περικαλώ σε, ξενιτιά, αρρώστια μη μου δώσεις.
Η αρρώστια θέλει πάπλωμα, θέλει παχύ στρωσίδι,
θέλει μανούλας γόνατα, θέλ' αδερφής αγκάλες,
θέλει πρώτες ξαδέρφισσες να κάθονται κοντά σου,
θέλει και σπίτι να είν' πλατύ, να στρώνει, να ξιστρώνει.
Όσο 'χει ο ξένος την υγειά, ούλοι τον αγαπάνε.
Μα 'ρθε καιρός κι αρρώστησε βαριά για να πεθάνει·
κι ο ξένος αναστέναξε και η γης αναταράχτη:
— Να είχα νερ' απ' τον τόπο μου και μήλ' απ' τη μηλιά μου,
σταφύλι ροδοστάφυλο απ' την κληματαριά μου.

Το δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς,
επιμέλεια G. Saunier, Ερμής

 
 

 

Ξενιτεμένο μου πουλί
Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ 'χω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω
Μήλο αν σου στείλω σέπεται τριαντάφυλλο μαδιέται,
σταφύλι ξερωγιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Να στείλω με τα δάκρυά μου μαντίλι μουσκεμένο,
τα δάκρυά μου είναι καυτερά, και καίνε το μαντίλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδίσω;

Σηκώνομαι τη χαραυγή, γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κοιτάζω τους διαβάτες,
κοιτάζω τις γειτόνισσες και τις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν τα μικρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω.

Ν.Γ. Πολίτη, Δημοτικά τραγούδια,
Γράμματα



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ 369-529

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ

Ευριπίδη Ελένη-Β επεισόδιο, 4η σκηνή