Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Σε λίγες ώρες υποδεχόμαστε το φθινόπωρο.....
Φθινόπωρο
Η εποχή του έτους που ακολουθεί το καλοκαίρι και προηγείται του χειμώνα,
εποχή επιστροφής από τις διακοπές και αναδιοργάνωσης από τους χαλαρούς
ρυθμούς του καλοκαιριού.
Η λέξη είναι σύνθετη και ετυμολογείται από το ρήμα φθίνω = μειώνομαι, λιγοστεύω, παρακμάζω, και από το ουσιαστικό οπώρα = φρούτο, που ετυμολογείται από την πρόθεση οπί (=επί) + ώρα, ή πιθανόν *ο(σ)αρα που συγγενεύει με το γοτθικό asans και το αρχαίο γερμανικό aran που σημαίνουν συγκομιδή. Το φθινόπωρο είναι λοιπόν η εποχή που λιγοστεύουν τα φρούτα και τα λαχανικά.
Το πρώτο συνθετικό της λέξης απαντά ήδη στη μυκηναϊκή ως κύριο όνομα (a-qi-ti-ta= Αφθίτα(ς), δηλαδή άφθαρτος), και με ίδια σημασία το βρίσκουμε στον Όμηρο («άφθιτον κλέος»=άφθαρτη δόξα).
Στα ομηρικά έπη το φθινόπωρο αναφέρεται ως «εποχή της οπώρας», που αρχίζει με την εμφάνιση του Σείριου αργά, στο τέλος του καλοκαιριού, όταν «ο φθινοπωρινός βοριάς («ὀπωρινὸς Βορέης») ξεραίνει γρήγορα ένα φρεσκοποτισμένο περιβόλι» (Φ 346-347).
Αργότερα, συναντούμε τη λέξη φθινόπωρο στον Ηρόδοτο και στους μεταγενέστερους συγγραφείς, κάποτε εναλλακτικά με τη λέξη «μετόπωρον». Η λέξη χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία ως σήμερα αυτούσια, ή στην ποιητική λογοτεχνική της εκδοχή «χινόπωρο», που προκύπτει από παρετυμολογική σύνδεση με το ρήμα «χύνω».
Στην ελληνική λαϊκή παράδοση το φθινόπωρο και οι πολλές αγροτικές εργασίες της εποχής βρίσκουν τη θέση τους σε παροιμίες όπως: «Αν ίσως βρέξει ο Τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο» ή «Το Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια» και « Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη έχει οχτώ σειρές στ’ αλώνι».
Είναι υπέροχο το φθινόπωρο!
Ας ήμουνα πουλί να πετούσα γύρω-γύρω τη γη ψάχνοντας για συνεχόμενα φθινόπωρα».
George Eliot
Πηγή:http://www.asprilexi.com/%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%AD%CF%83%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82?cid=215
Οι αποδημητικές καλημέρες
Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.
Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.
στο σκοτάδι της καρέκλας;
γρήγορα
καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
γδύνεται με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με τη βροχή μες στο κεφάλι
με τη βελόνα στην καρδιά
βγάζει τις κάλτσες
βγάζει τα λουλούδια
πετάει το φωτοστέφανο
έξω τα φύλλα του καιρού
βάφονται μες στο αίμα
Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσον καιρό σε καρτερώ,
με τις πλατιές, βαριές σου στάλες~
των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,
που με μεθούσατε τις προάλλες...
Τα καλοκαίρια μ' έψησαν, και τα λιοπύρια τα βαριά,
κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζοι:
απόψε μού ποθεί η καρδιά πότε να 'ρθεί μες στα κλαριά,
ο θείος βοριάς, και το χαλάζι!
Τότε, γερτός κι εγώ, ξανά, μες στα μουγγά τα δειλινά,
θ' αναπολώ γλυκά, -ποιός ξέρει,
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι...
Φθινόπωρο
Η λέξη είναι σύνθετη και ετυμολογείται από το ρήμα φθίνω = μειώνομαι, λιγοστεύω, παρακμάζω, και από το ουσιαστικό οπώρα = φρούτο, που ετυμολογείται από την πρόθεση οπί (=επί) + ώρα, ή πιθανόν *ο(σ)αρα που συγγενεύει με το γοτθικό asans και το αρχαίο γερμανικό aran που σημαίνουν συγκομιδή. Το φθινόπωρο είναι λοιπόν η εποχή που λιγοστεύουν τα φρούτα και τα λαχανικά.
Το πρώτο συνθετικό της λέξης απαντά ήδη στη μυκηναϊκή ως κύριο όνομα (a-qi-ti-ta= Αφθίτα(ς), δηλαδή άφθαρτος), και με ίδια σημασία το βρίσκουμε στον Όμηρο («άφθιτον κλέος»=άφθαρτη δόξα).
Στα ομηρικά έπη το φθινόπωρο αναφέρεται ως «εποχή της οπώρας», που αρχίζει με την εμφάνιση του Σείριου αργά, στο τέλος του καλοκαιριού, όταν «ο φθινοπωρινός βοριάς («ὀπωρινὸς Βορέης») ξεραίνει γρήγορα ένα φρεσκοποτισμένο περιβόλι» (Φ 346-347).
Αργότερα, συναντούμε τη λέξη φθινόπωρο στον Ηρόδοτο και στους μεταγενέστερους συγγραφείς, κάποτε εναλλακτικά με τη λέξη «μετόπωρον». Η λέξη χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία ως σήμερα αυτούσια, ή στην ποιητική λογοτεχνική της εκδοχή «χινόπωρο», που προκύπτει από παρετυμολογική σύνδεση με το ρήμα «χύνω».
Στην ελληνική λαϊκή παράδοση το φθινόπωρο και οι πολλές αγροτικές εργασίες της εποχής βρίσκουν τη θέση τους σε παροιμίες όπως: «Αν ίσως βρέξει ο Τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο» ή «Το Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια» και « Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη έχει οχτώ σειρές στ’ αλώνι».
Είναι υπέροχο το φθινόπωρο!
Ας ήμουνα πουλί να πετούσα γύρω-γύρω τη γη ψάχνοντας για συνεχόμενα φθινόπωρα».
George Eliot
Πηγή:http://www.asprilexi.com/%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%AD%CF%83%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82?cid=215
Οι αποδημητικές καλημέρες
Κική Δημουλά
Ἄρχισε ψύχρα.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.
Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση.
Ἡ πρώτη μέρα τοῦ Σεπτέμβρη
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
ξοδεύτηκε σὲ κάποια ὑδρορροή.
Ὡς χθὲς ἀκόμα ὅλα ἔρχονταν.
Ζέστες, ἡ διάθεση γιὰ φῶς,
λόγια, πουλιά,
πλαστογραφία ζωῆς.
Γονιμοποιοῦνταν κάθε βράδυ τὰ φεγγάρια,
πολλοὶ διάττοντες ἔρωτες
ᾖρθαν στὸν κόσμο τὸν περασμένο μήνα.
Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα
κι ὅλα νὰ φεύγουν.
κι ὅλα νὰ φεύγουν.
Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.
Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια
ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω τῆς τὴν ἄλλη
μὲ λύπη αὐτοδίδακτη.
Ἤδη ἀποσυνδέθηκε τὸ φῶς ἀπὸ τὴν ἐπανάπαυση
κι ἀπὸ τὶς καλημέρες σου.
Τὰ παράθυρα ἐνδίδουν.
Τὸ χέρι τοῦ μεταβλητοῦ κλείνει τὰ τζάμια,
ἄλλοι λὲν ὡς τὴν ἄνοιξη,
ἄλλοι φοβοῦνται διὰ βίου.
Κι ἐσὺ τί κάθεσαι;
Καιρὸς νὰ μπεῖς κι ἐσὺ στὰ ἀλλαγμένα.
Νὰ γίνεις ὅτι ἀναρωτιόμουν πέρυσι:
«ποιὸς ξέρει τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο;».
Καιρὸς νὰ γίνεις «τ᾿ ἄλλο μου φθινόπωρο».
Ἄρχισε ψύχρα.
Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας.
Φθινόπωρο
Μ.Σαχτούρης
Τί γυρεύει το κορίτσιστο σκοτάδι της καρέκλας;
γρήγορα
καθώς νυχτώνει το φθινόπωρο
γδύνεται με σύννεφα μπροστά στα μάτια
με τη βροχή μες στο κεφάλι
με τη βελόνα στην καρδιά
βγάζει τις κάλτσες
βγάζει τα λουλούδια
πετάει το φωτοστέφανο
έξω τα φύλλα του καιρού
βάφονται μες στο αίμα
Πόθος
Ν.Λαπαθιώτης
Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσον καιρό σε καρτερώ,
με τις πλατιές, βαριές σου στάλες~
των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,
που με μεθούσατε τις προάλλες...
Τα καλοκαίρια μ' έψησαν, και τα λιοπύρια τα βαριά,
κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζοι:
απόψε μού ποθεί η καρδιά πότε να 'ρθεί μες στα κλαριά,
ο θείος βοριάς, και το χαλάζι!
Τότε, γερτός κι εγώ, ξανά, μες στα μουγγά τα δειλινά,
θ' αναπολώ γλυκά, -ποιός ξέρει,
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι...
Καλό φθινόπωρο σε όλους!
Σχόλια