Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.

Μανόλης Αναγνωστάκης - Η συνείδηση μιας γενιάς


Μία σπουδαία προσωπικότητα, ένας χαρισματικός ποιητής που πέτυχε να εκφράσει τον εαυτό του και την εποχή του, αλλά και να διαχειριστεί την ήττα της γενιάς του μέσα από μία σπαρακτική ειλικρίνεια, με πλήρη συνείδηση της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, μακριά από τους συνήθεις εύκολους συναισθηματισμούς. 
Η οδυνηρή επίγνωση της δύσης μιας ολόκληρης εποχής και η αθλιότητα του Εμφυλίου που ακολούθησε, η γενικευμένη παρακμή και η παρατεταμένη θλίψη, ο πόνος που δεν απαλύνεται και η αισιοδοξία που μοιάζει συνεχώς να αναβάλλεται. Και μέσα σε όλα αυτά ένα αδιαπραγμάτευτο προσωπικό χρέος: η διεκδίκηση της αξιοπρέπειας. Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη έρχεται να αποτυπώσει τη σύνθλιψη μιας γενιάς που έζησε τον σπαραγμό του αδελφοκτόνου πολέμου, μια ιστορική συγκυρία αδιανόητης σκληρότητας και ακραίας απανθρωπιάς που πραγμάτωσε τον σουρεαλισμό στην πιο αδυσώπητη εκδοχή του. Εάν σε τέτοιες συνθήκες ο κοινωνικός περίγυρος τείνει να εκμηδενίσει τα πρόσωπα, τότε αυτό που πέτυχε ο ποιητής είναι πραγματικά σπουδαίο: κατόρθωσε να αναγάγει το προσωπικό του βίωμα, σε χρονικό της ελληνικής συλλογικής μοίρας μιας περιόδου η οποία άφησε πληγές που δύσκολα επουλώνονται.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1925, σε μια μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και -όπως αναφέρει ο ποιητής- «ήθελε από μικροί να μορφωθούμε καλά εγώ κι οι αδελφές μου. Hταν μανιώδης ερασιτέχνης φωτογράφος. Eίχε βγάλει χιλιάδες φωτογραφίες». Απ’ ότι φαίνεται, αυτή η παρότρυνση προς την κατεύθυνση της τέχνης και της επιστήμης ήταν καθοριστική για την εξέλιξη των παιδιών: Αλλωστε, αδερφή του ποιητή είναι η εξαιρετική θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη. Οσο για τον μικρό Μανόλη έδειξε από πολύ νωρίς σημάδια μιας ασυνήθιστα οξυμένης ποιητικής ευφυΐας: Ηδη από τα μαθητικά του χρόνια, αποκτά τη φήμη του ποιητή, χάρη σε μία αυθόρμητη ικανότητα που είχε να συνθέτει στίχους. Μάλιστα, οι δάσκαλοί του είχαν τόσο εντυπωσιαστεί που του επέτρεπαν, στο μάθημα της έκθεσης, να γράφει απλώς μερικούς στίχους και να πηγαίνει στο προαύλιο για παιχνίδι. Δεν θα αργήσει, όμως, να αντιληφθεί ότι η ποίηση είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το να βρίσκεις ομοιοκαταληξίες. Οπως και να ’χει, στη διαμόρφωσή του συνέβαλε αποφασιστικά η ανακάλυψη του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Βρεττάκου, του Εγγονόπουλου και του Καρυωτάκη το καλοκαίρι του ’40, αλλά και η ποιητική «Ανθολογία» του Αποστολίδη -την οποία ήξερε απ’ έξω: Είναι κάτω από αυτές τις επιρροές που θα αφιερωθεί στην αναζήτηση του καινούργιου. Αν και πρώιμο ταλέντο αντιλαμβανόταν ότι η ποίηση είναι μια ιδιαίτερα απαιτητική τέχνη όπου ο δημιουργός επιστρατεύει όλες του τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις. Και αυτό δεν θα το ξεχνούσε ποτέ, ιδίως στα αμέσως επόμενα χρόνια όπου η πνευματική ισορροπία και η ηθική υπόσταση της γενιάς του έμελλε να αποδειχτούν εξαιρετικά ευάλωτες.
Τον Οκτώβριο του 1940 ο νεαρός ποιητής γράφει μερικά κομμάτια πατριωτικού περιεχομένου, εμπνευσμένα από τον πόλεμο με τους Ιταλούς που μόλις είχε αρχίσει. Ενα από αυτά -το «Μολών λαβέ»- δημοσιεύεται, προκαλώντας ποικίλα κολακευτικά σχόλια, τα οποία ενισχύουν τα όνειρά του για ποιητική καταξίωση. Επειτα, συμβαίνει και κάτι άλλο: Το δεκαεξάχρονο αγόρι στέλνει, κάπως διστακτικά, μερικά ποιήματά του στον Γρηγόριο Ξενόπουλο και στο περιοδικό που διηύθυνε -τη θρυλική «Νέα Εστία- και εκείνος του απάντησε με ένα γράμμα γεμάτο πολύτιμες παρατηρήσεις, αναγνωρίζοντας -παράλληλα- την ευγλωττία, τη ρητορική και τον λυρισμό που θα αποτελούσαν γνωρίσματα της ποίησής του μέχρι τέλους. Ετσι, μία τέτοια ενθάρρυνση ήταν ικανή να τον κάνει να συνεχίσει την ποιητική του ενασχόληση με ακόμη περισσότερη σοβαρότητα, κάτι που φάνηκε εξαρχής από τη συμμετοχή του -το 1942- στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Στο μεταξύ, το φθινόπωρο του ’43, εγγράφεται στην Φυσικομαθηματική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και τον επόμενο χρόνο στη νεοσύστατη Ιατρική Σχολή.> αι ενώ θα περίμενε κανείς ότι αυτή η επιλογή θα τον απομάκρυνε από τον αναβρασμό της εποχής του, έγινε ακριβώς το αντίθετο. Αποφασίζει -καθοριστικά για τη μοίρα του- και στρατεύεται με την Αριστερά, στο οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα. Γι’ αυτήν την πολιτική του δράση φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο απ’ το έκτακτο στρατοδικείο. Χρόνια μετά θα πει: «Εχω λάβει και εγώ μέρος στην Εθνική Αντίσταση, από πολύ μικρός, όπως πάρα πολλοί, όπως όλοι σχεδόν, όπως αποδεικνύεται τώρα τελευταία. Αλλά δεν έχω να προβάλω κανέναν ιδιαίτερο τίτλο, ούτε κανένα ιδιαίτερο εύσημο. Νομίζω όμως πως έζησα πάρα πολύ έντονα αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα τα χρόνια του Εμφυλίου που ήταν η πιο σκοτεινή, η πιο μαύρη, η πιο ταπεινωτική περίοδος στη νεοελληνική ιστορία». 
 Η σημαντικότερη, ωστόσο, προσφορά του στην αποτίμηση εκείνης της εποχής εκφράζεται στην ποίησή του μέσα από την οποία αποδίδεται μοναδικά η συναισθηματική αιμορραγία, η απόγευση της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας. Ανάμεσα σε άλλα, λοιπόν, δημοσιεύει στο περιοδικό «Ο φοιτητής» ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματά του με τίτλο «Χάρης 1944» για τον θάνατο ενός αγαπημένου συντρόφου: «Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αφτί: «Πέθανε ο Xάρης»/ «Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα./ Kανείς δεν τον είδε. Ηταν σούρουπο. Θα ’χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα/ Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας/ Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Kανείς δεν προφταίνει». Οπως θα πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του: «Ηθελα να εκφράσω μια γενικότερη αίσθηση του χαμού των πιο εκλεκτών παιδιών της στρατιάς της κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, που εξοντώθηκαν όχι μόνο φυσικά αλλά και ηθικά και πολιτικά και κυρίως ανθρώπινα».
Από τη φυλακή βγήκε το 1951 με την γενική αμνηστία. Παντρεύεται την ικανή κριτικό Nόρα Bαρβέρη -μετέπειτα Αναγνωστάκη- και την περίοδο 1955-1956 φεύγουν μαζί στη Βιέννη, όπου ειδικεύεται στην ακτινολογία. Το 1957 γεννιέται ο γιος τους Aνέστης και επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη για να ασκήσει το επάγγελμα. Η λογοτεχνική του δραστηριότητα -έκτοτε- ήταν έντονη: Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοχτώ κειμένων» (1970) και, βέβαια, έγραψε ποιήματα, κριτικά κείμενα και δοκίμια, όπως -μεταξύ άλλων- οι «Εποχές» (1945), «Εποχές 2» (1948), «Εποχές 3» (1951), «Η συνέχεια» (1954), «Τα ποιήματα» (1971), «Αντιδογματικά, άρθρα και σημειώματα» (1978) και το 1987 το αυτοβιογραφικό «Ο ποιητής Mανούσος Φάσσης».
Ολα αυτά τα χρόνια, μέσα από μια ποίηση εξαιρετικής μουσικότητας και λυρικών απηχήσεων, ο Αναγνωστάκης εμφανίζεται νικημένος από μια πνιγηρή απόγνωση που τον συγκλόνιζε ως τα βάθη της ψυχής του. Αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ την προσπάθεια για μια κάποια συνέχεια, για τη διατήρηση της μνήμης- μία πεισματική ελπίδα για καλύτερους καιρούς. Αλίμονο, όμως: Με τι κόστος! Η λυγμική συγκίνησή του για όσα χάθηκαν, μετασχηματίζεται σταδιακά σε έναν βασανιστικό μονόλογο, σε μια λιτανεία ατελών σκέψεων και απροσδιόριστων ενοχών με τη φωνή του να ακολουθεί τον τόνο της σχεδόν ψιθυριστής παραίνεσης ή -ακόμη περισσότερο- της τραυματικής διαπίστωσης, την οποία θέλει συνεχώς να εκμυστηρευτεί στον αναγνώστη: «Τώρα δε μένει τίποτ’ άλλο/ οι δυο τρεις λέξεις μας σε μια γωνιά του δρόμου». Με τα σπαρακτικά ποιήματα των τελευταίων του βιβλίων, το δραματικό του ύφος γίνεται εξαιρετικά ελλειπτικό, αντικαθιστώντας τις μεγάλες ποιητικές εικόνες με απλές λέξεις, μεμονωμένες φράσεις από τις ρωγμές των οποίων διαχέεται η διάψευση, η μεταπολεμική προδοσία των ιδεών, η φθορά, οι απογοητεύσεις, η διαπίστωση των συμβιβασμών- εκεί που άλλοτε υπήρχε η άδολη φιλία και η γνησιότητα. Είναι στην τελευταία ποιητική του περίοδο που θα αποδεχτεί αμετάκλητα -με μια πικρή αυτοειρωνεία- τον κλειστό ορίζοντα της ζωής και της τέχνης και την συνακόλουθη ανάγκη μιας αδιαπραγμάτευτης σιωπής.
Σε όλη του την πορεία αγωνιζόταν να συμφιλιώσει τις ανάγκες της ποίησης με τις προσταγές της συνείδησής του, να παραμερίσει την κομματική πειθαρχία της επίσημης Αριστεράς προς όφελος μιας αδέσμευτης κριτικής, αλλά και μιας έκφρασης αποκαθαρμένης από ρητορείες και εύκολους εντυπωσιασμούς. Και τώρα, στις αρχές του ’80 αισθανόταν ότι έπρεπε να σταματήσει να γράφει, ότι οι λέξεις εξαντλήθηκαν και το μόνο που απέμενε ήταν η επιλογή της σιωπής. «Η ποίηση είναι μια δυνατότητα έκφρασης. Θα μείνει κανείς μόνος με αυτήν τη δυνατότητα ή θα φτάσει κάποτε σε ένα σημείο που δεν θα αισθανθεί την ανάγκη της έκφρασης; Και αυτό όχι από αδιαφορία ή από παραίτηση. Εντελώς το αντίθετο: Από την οδυνηρή διαπίστωση της φτώχειας των εκφραστικών του δυνατοτήτων, της φτώχειας δηλαδή των λέξεων να αποδώσουν την ουσία της ζωής» εξηγεί για να καταλήξει: «Τότε σταματά, τότε επιλέγει τη σιωπή, που και η σιωπή σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι και αυτή μια έκφραση».
Κάπως έτσι ο εκφραστής της ήττας μιας γενιάς, αλλά και της ελπίδας για κάτι καλύτερο μέσα από μια συνεχή και επίμονη προσπάθεια, αποφάσισε να σιωπήσει, μέχρι τον θάνατό του- στις 23 Ιουνίου 2005. Προηγουμένως, γνώρισε τιμές και βραβεύσεις, σίγουρα λιγότερες απ’ όσες άξιζε, αλλά πάντως αρκετές για κάποιον που πρωτίστως τον ενδιέφερε μία χαμηλών τόνων αυτοεκτίμηση. Ηταν ο ποιητής της προσωπικής -πάνω απ’ όλα- εντιμότητας που έβλεπε ότι το ήθος της δημιουργίας έπρεπε να συνυπάρχει με το ήθος της πολιτικής δράσης και -κατ’ επέκτασιν- της ίδιας της ζωής.



 
Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.


Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά―
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών
―εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται―
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
―εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν―
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές
 
Η Ελλάς των Ελλήνων.


Χαρακτηριστικά της ποίησης του Αναγνωστάκη



  • Η κριτική και σατιρική στάση του.
  • Ο κοινωνικοπολιτικός χαρακτήρας.
  • Η ειρωνεία του που θυμίζει Καβαφική ποίηση.
  • Η απαισιοδοξία.
  • Ο εξομολογητικός τόνος της ποίησής του με προσωπικές μνήμες και βιώματα.
  • Χρησιμοποιεί καθημερινό λεξιλόγιο, με αποτέλεσμα την  κυριολεξία .
  • Η ποίησή του είναι αφηγηματική, πεζολογική.
  • Διάλογος με άλλους ποιητές.
  • Παιδικές μνήμες.
  •  Διάλογος, κουβεντιαστός τόνος.

Συμπληρωματικά στοιχεία για το ποίημα
 Το ποίημα 
Ανήκει στη συλλογή "Ο στόχος" που πρωτοδημοσιεύτηκε στα δεκαοκτώ κείμενα. Είναι ποίημα πολιτικό , εντάσσεται στην αντίσταση κατά της δικτατορίας και αντικατοπτρίζει τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα της εποχής εκείνης.Ο τίτλος του ποιήματος παραπέμπει στον Καβάφη. Κυριαρχούν η σύγκριση με το παρελθόν, η απουσία στοιχείων βελτίωσης και  και η διάψευση των ελπίδων για ένα καλύτερο αύριο.

Δομή του ποιήματος
α΄ενότητα στιχ. 1-4 : Τοπικοί και χρονικοί προσδιορισμοί
β΄ενότητα στιχ. 5-12 : Αναφορά στα παιδιά
γ΄ενότητα στιχ 13-19 : Επαναφορά στην πρώτη ενότητα και στα αίτια της κατάστασης.

Αλλαγές που συντελούνται στην Οδό Αιγύπτου 
  • Αλλοτρίωση των ανθρώπων
  • Απώλεια των ανθρώπινων χαρακτηριστικών  του συναισθήματος και της εμπιστοσύνης.
  • Κυριαρχούν τα συναισθήματα του φόβου και της ανασφάλειας.
  • Εμπορευματοποίηση των πάντων και ανελέητο κυνήγι του κέρδους.
  • Ιδεολογικές και οικονομικές συναλλαγές.
  • Κυριαρχία των τραπεζών και των γραφείων μετανάστευσης.
  • Έντονα σημάδια αστικοποίησης : τα παιδιά δεν μπορούν πια να παίξουν στους δρόμους εξαιτίας των τροχοφόρων. 
Τα χρονικά επίπεδα του ποιήματος
  1. Το επίπεδο του παρόντος(τώρα)
  2. Το επίπεδο του παρελθόντος: δίνεται υπαινικτικά και έμμεσα  με την τεχνική της σύγκρισης με το παρελθόν. Στο παρελθόν λοιπόν  δεν υπήρχαν μεγάλα κτίρια αλλά μικρές μονοκατοικίες, τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν ελεύθερα στους ήσυχους δρόμους, δεν υπήρχαν τράπεζες και τουριστικά γραφεία, οι άνθρωποι εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο, γελούσαν και ονειρεύονταν ένα καλύτερο αύριο.
 Νοηματικά επίπεδα
  1. Το πρώτο επίπεδο αποτελεί περιγραφή της καθημερινής ζωής στον κεντρικό δρόμο μιας σύγχρονης πόλης.
  2. Υπάρχει όμως και ένα άλλο επίπεδο που αποτελεί  καταγγελία για την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Οι λέξεις έχουν λανθάνουσα σημασία και δηλώνουν κάτι διαφορετικό από το φανερό:
  •  Θεσσαλονίκη=Ελλάδα
  • Τράπεζα=αλισβερίσι, ξεπούλημα,  εμπορευματοποίηση, διάβρωση , αλλοτρίωση
  • Υψώνεται= κυριαρχεί, δεσπόζει
  • Τουριστικά γραφεία=επιφανειακή ευημερία, τουριστική αλλοτρίωση, φτώχεια και  μετανάστευση
  • Πρακτορεία μεταναστεύσεως=οικονομική εξαθλίωση, ανεργία, μετανάστευση
  • Βαριές, αρρώστιες, πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί=συμφορές
  • Θωρακισμένοι στρατιώτες=δικτατορία
  • Ωραία γραφεία= χώροι συναλλαγής και χώροι βασανιστηρίων αθώων πολιτών.
  • Ωραίες εκκκλησίες= εκμετάλλευση του θρησκευτικού συναισθήματιος των Ελλήνων από τους δικτάτορες αλλά και υπαινιγμός για το ρόλο της εκκλησίας στην περίοδο της δικτατορίας.
Στοιχεία τεχνικής
  •  Εσωτερικός ρυθμός.
  • Καθημερινή γλώσσα, ελάχιστες ασυνήθιστες λέξεις.
  • Έλλειψη σχημάτων λόγου και λογοτεχνικών στολιδιών.
  • Δεν υπάρχει ομοιοκαταληξία.
  •  Καβαφικό ύφος
  • Διάχυτη ειρωνεία και σαρκασμός
  • Μελαγχολική διάθεση, αγανάκτηση, απογοήτευση, οργή του ποιητή 
 

Παράλληλα κείμενα
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.


Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του Κενταύρου
γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχτεί στο κορμί μου
καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε
ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου
ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.
Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βουλιάζαν
ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες
μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή
μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά
από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.
Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών
και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της “Ωραίας Ελένης του Μενελάου”·
χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάντρα
μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.
Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο
με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.
(…)
απόσπασμα από το ποίημα “ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ. Σ.” από το “ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ”, Γιώργος Σεφέρης


Ο ήλιος του απογεύματος , Κ. Καβάφης
 

Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.

A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.

Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί·
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.

Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.

Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.

...Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο ... Aλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.


Η Ελλάδα που λες..., Μιχάλης Γκανάς



Η Ελλάδα που λες, δεν είναι μόνο πληγή.

Στη μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι,

ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες,

μπρούντζινο χρώμα, μπρούντζινο σώμα,

μπρούντζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.

Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου

πιάνει σαν έντομα τα μάτια.

Πίσω απ’ τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια,

γήπεδα, φυλακές, νοσοκομεία

άνθρωποι του Θεού και ρόπτρα του διαβόλου

κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι

κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες,

με το ντουφέκι στο ’να τους πλευρό,

με τα ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο τους.

Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν,

κελίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς.

Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα

σε τούτο το εκκοκκιστήριο των βράχων

κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι

κρασάκι της Αράχωβας στυφό.

 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ 369-529

Ευριπίδη Ελένη-Β επεισόδιο, 4η σκηνή

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ