ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ
Κείμενο 1
Όλοι σήμερα μιλάνε για διάλογο, στην κυριολεξία του
και μεταφορικά· στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο κανένας δεν βρίσκεται που
να μην τον διεκδικεί και να μην εξαίρει τις αρετές του. Φτάνει έτσι ν'
αναρωτιέται ο γεμάτος καλή θέληση αφελής, πώς διάβολο γίνεται σε μιαν εποχήν
τόσο παθιασμένη για διάλογο, να συνεννοούνται τόσο λίγο οι άνθρωποι μεταξύ
τους. Είναι σα να ξεχνάμε την πασίδηλη ανθρώπινη διπροσωπία: Όποιος δια-τυμπανίζει
την επιθυμία του για διάλογο, δεν θα πει και πως τον επιθυμεί· μεταμφιέζει έτσι
την εγωλατρική του προσήλωση στον
μονόλογο. Προτείνω τον διάλογο μπορεί να σημαίνει: γυρεύω, με πρόσχημα την
συνδιάλεξη, ακροατές· έχω πεποίθηση στην ρητορική μου δεινότητα ή στην δικολαβική
μου ευελιξία και δεν μου κακοφαίνεται να εξασφαλίσω μιαν εύκολη νίκη· σ'
αποκαλώ συνομιλητή μου αλλά σε κρατάω κάτω από την απειλή της εξουσίας μου: αν
σου βαστάει, πες ό,τι πιστεύεις! Η τελευταία τούτη ποικιλία είναι η πασίγνωστη
στο διεθνές επίπεδο «συνεννόηση» όπου ο ένας από του δύο συνομιλητές εκφράζεται
από «θέσεως ισχύος», όπως λένε. Ισάριθμες εκδοχές του φαινομένου κακή πίστη Ο
σύγχρονος κόσμος δεν κατορθώνει να συνεννοηθεί γιατί κάνει κατάχρηση αυτής της
τακτικής. Είναι ένας κακόπιστος κόσμος. [...]
Διάλογος δεν υπάρχει (για να πούμε τ' αυτονόητα)
παρά μόνον ανάμεσα σε ίσων δικαιωμάτων συνομιλητές. Όταν ο ένας κρατάει στο
χέρι του τον κεραυνό κι ο άλλος βρίσκεται όρθιος, ελάχιστος σαν υπόδικος
μπροστά στο βάθρο της εξουσίας, ο διάλογος, κι αν προτείνεται, είναι φενάκη. Ο
εξουσιαστής, στην χειρότερη περίπτωση, ξεγελάει τον εαυτό του αν νομίζει πως θ'
ακούσει την αλήθεια. Η θέση του άλλωστε είναι διπλά ψεύτικη: αν τύχει να βρει
αντίκρυ του έναν παλαβό, έναν άνθρωπο παράτολμο, που θα του την πει, θα είναι
υποχρεωμένος, για λόγους κύρους, να τον κατακεραυνώσει. Στην περίπτωση τούτη, ο
ειλικρινής καταδικάζεται ως αυθάδης. Αν πάλι ο σε μειονεκτική θέση συνομιλητής
το γυρίσει, για λόγους άμυνάς του, στην πονηρή κολακεία, ο σε πλεονεκτική θέση
δεν θα μάθει ποτέ την αλήθεια. Δέσμιος της εξουσίας του, θα χρειαστεί τότε, για
να ξέρει πού βρίσκεται –πράγμα αναγκαίο για την ασφάλειά του– να χρησιμοποιεί
επαγγελματίες πληροφοριοδότες, ν' ακούει καταδότες, διαβολείς, συκοφάντες, ή,
αντίθετα, κόλακες που τον ξεγελάνε, για να του φαίνονται αρεστοί. Όπου δεν υπάρχει
φυσικός διάλογος, υπάρχει όργιο κατασκοπίας. [...] Ακόμα και σε καθεστώτα
φιλελεύθερα, όταν ιδίως είναι «ισχυρά», ο κυβερνήτης δύσκολα μαθαίνει την
αλήθεια για το λαϊκό φρόνημα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχασε τις εκλογές του
1920, ενώ το κομματικό περιβάλλον τον διαβεβαίωνε πως θα τις κερδίσει με τρόπο
θριαμβευτικό ύστερα από τόσες εθνικές νίκες.
Αυτά στο επίπεδο της εξουσίας. Έχουμε, όμως, και το
ανεπίσημο επίπεδο, όχι το ιδιωτικό, αλλά το δημόσιο! Διάλογος ιδεολογικός,
διάλογος διαπραγματευτικός, διάλογος πνευματικός, άλλα ακόμα τέτοια. Καμία
εποχή δεν έχει οργανώσει τόσους διάλογους όσους η δική μας. Είναι μια έμμεση
ομολογία πόσο δύσκολο το βρίσκει να συνεννοηθεί. Αν εξαιρέσουμε τους
ανεγνωρισμένα περιττούς διάλογους, που γίνονται για λόγους διακοσμητικούς,
ελαφρούς, αργόσχολους (εννιά στα δέκα συνέδρια, «σεμινάρια» κτλ.), οι άλλοι
έχουν σκοπό να προβάλουν πανηγυρικά οι ομιλητές τις ιδεολογικές τους θέσεις,
χωρίς καμιά διάθεση να δια-φωτιστούν ή να τις ελέγξουν. Διάλογοι διαφημιστικοί
δογμάτων, προορισμένοι να πείσουν εκείνους που δεν χρειάζεται να πειστούν, τους
οπαδούς τους, σκληραίνουν παρά που απαλύνουν το διάχυτο κλίμα της διαφωνίας. Ο
κόσμος μας εμφανίζεται γεμάτος καλή θέληση κι αδυναμία να ομονοήσει. Φτάνει
κανένας ν' αναρωτιέται αν πρόκειται για ζήτημα χρόνου, αν δηλαδή βρισκόμαστε
ακόμα σ' ανωριμότητα, ή αν αντιμετωπίζουμε έτσι κάποιαν οργανική αδυναμία κι
ατέλεια του ανθρώπινου γένους.
Η ζωή
εμφανίζεται ως πεδίο διαμάχης. Χωρίς αυτόν της τον αντιθετικό χαρακτήρα, που
ορίζει τον συ-στατικό δυναμισμό της, θα έφτανε στη αυτοαναίρεση. Ο διάλογος
είναι μια ειρηνική προστριβή, συμφωνημένα πλαισιωμένη, περιορισμένη από
μερικούς θετούς κανόνες, καθώς μια αθλοπαιδιά. Αν παραβώ τους κανόνες του
ποδοσφαίρου, αυτό που θα διεξαχθεί στο γήπεδο δεν θα είναι πια ποδοσφαιρική
συνάντηση, θα είναι συμφυρμός και συμπλοκή άμορφη, πρωτόγονη, χωρίς το παρα-αισθητικό
ενδιαφέρον της αθλοπαιδιάς. Αλλά η αθλοπαιδιά δεν αποβλέπει σε τίποτα πέρα από
τον εαυτό της, δεν είναι μέσο, είναι σκοπός. Ο διάλογος εμφανίζεται ως μέσο:
Θέλω, με μέσο τον διάλογο, να φτάσω κάπου, σε κάτι που τον υπερβαίνει: σε μια
συνεννόηση των ανθρώπων μεταξύ τους, ή, πολύ περισσότερο, στην από κοινού
αποκάλυψη κάποιας αλήθειας. Εδώ είναι που ορθώνεται το αντικειμενικό ερώτημα για
την ορθότητα του διαλόγου. Κι εδώ είναι που διαγράφεται η διαφορά του από την
διαλεκτική. Η διαλεκτική είναι πρόβαση, αλλιώς δεν είναι τίποτα. Ο
διάλογος, πρώτο στοιχείο της διαλεκτικής στην αρχαία της σημασία, αλλά και μέσο
ενανθρωπισμού της στην νεώτερη, ξεχωρίζει την περιοχή της φυσικής διαλεκτικής
από της ανθρώπινης. Αν είμαστε μόνον όργανα μιας διαλεκτικής κι όχι φορείς της,
τότε το οντολογικό πρόβλημα τίθεται διαφορετικά: Πλαστήκαμε για να συν-εννοούμαστε
μόνο στο βασικό, στο χαμηλότατο επίπεδο, εκεί όπου η λαλιά είναι κενολογία: Το
θέατρο του παραλόγου επιβραβεύεται, για-τί το πρόσεξε αυτό και το υπογράμμισε.
Σε κάπως υψηλότερο επίπεδο, ο διάλογος αρχίζει να
γίνεται «διάλογος κουφών». Άρα κλήρος μας η μοναξιά. Στο κάπως προηγμένο στάδιο
όπου έχουμε φτάσει, ή στο κάπως διδαγμένο από μακριά πείρα, ανακαλύπτουμε, ξαφνικά,
αυτή την συγκλονιστική πραγματικότητα. Ως τώρα νομίζαμε πως γεννιόμαστε μόνοι
και πεθαίνουμε μόνοι. Όταν λέμε πως συνεννοούμαστε, εννοούμε πως συμπλέουμε
πάνω σε χωριστά μονόξυλα, μέσα σ' έναν ωκεανό δίχως όρια. Συνεννοούμαστε άλληλοπαρεξηγούμενοι
–αυτός είναι ο καλοπροαίρετος διάλογός μας.
Δεν επιτρέπεται
να θεωρήσουμε το αίσθημα τούτο απόληξη. Κανένας μας δεν έχει το δικαίωμα να
προεξοφλήσει το μέλλον. Διαλεγόμαστε και θα διαλεγόμαστε επίμονα, ασταμάτητα,
γιατί αυτό μας είναι ανάγκη ζωτική, συστατικό μας πάθος. Ο πλησίον δεν είναι
μόνο κόλαση, όπως το έχει πει ο Σάρτρ, είναι και Παράδεισος: ο μόνος μας απτός
Παράδεισος. Ποιος ποτέ φαντάστηκε τον Παράδεισο σαν ερημιά, δίχως συγκατοίκους;
Αρμονική κατανομή φυσικού κι ανθρώπινου στοιχείου ορίζει το παραδεισιακό μας
όραμα, κι αυτό δεν είναι τυχαίο: Ξεκινάει από τα βάθη της συλλογικής μνήμης,
τότε που η Φύση δεν ήταν καταργημένη από τον άνθρωπο, αλλά εμψυχωμένη από την
διακριτική του παρουσία.
Άθλημα που μας έχει προταθεί ο διάλογος, θα εμπνέει
πάντοτε κάθε ευγενική προσπάθεια να ξεπεραστεί η φυλάκιση μέσα στον εαυτό μας.
Άγγελος
Τερζάκης, Κρίση και έλεγχος της εποχής μας, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, ι989
Κείμενο 2
(...) Αν αφήσουμε κατά μέρος
παλαιότερα έργα που οι πολλοί από μας – εννοώ τους λογοτέχνες – μοιάζουν να τα
νομίζουν ξεπερασμένα και χωρίς οργανική επιρροή στη ζωή τους, η σημερινή
ελληνική λογοτεχνία είναι ο καρπός ενός κράτους εκατόν πενήντα χρόνων.
Μετρώντας με τα μέτρα της ζωής των λαών, όχι των ανθρώπων, δεν ξέρω αν τα λίγα
αυτά χρόνια είναι αρκετά για την ενηλικίωσή της. Όμως το πράγμα που θα΄ πρεπε
να μας ενδιαφέρει όλους είναι πόσο η λογοτεχνία αυτή μπορεί ν’ αντισταθεί στο νόμο
της απορρόφησης από ισχυρότερες γλώσσες και λογοτεχνίες.
Κι αν μας ενδιαφέρει αυτό, θα
πρέπει αναγκαστικά να πούμε πως δεν της μένουν διόλου περιθώρια να σπαταλά
δυνάμεις, όπως όταν απαρνιέται την παλαιά παράδοσή της. Παράδοση, δε σημαίνει
απαρίθμηση και μνείες παλαιών τίτλων, αλλά έργα που ζουν και γονιμοποιούν τη
δημιουργική φαντασία των σημερινών ζωντανών ανθρώπων.
Βρισκόμαστε
σ' ένα σταυροδρόμι· δεν ήμασταν ποτέ απομονωμένοι· μείναμε πάντα ανοιχτοί σ' όλα
τα ρεύματα - Ανατολή και Δύση· και τ' αφομοιώναμε θαυμάσια τις ώρες που λειτουργούσαμε
σαν εύρωστος οργανισμός. Είμαστε τώρα μέρος της
λογοτεχνίας της Ευρώπης (εννοώ με την πιο πλατιά έννοια) και συνταραζόμαστε κι εμείς, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, από
διαδοχικές κρίσεις, αποκαλυπτικές εφευρέσεις και φόβους, που δεν αφήνουν τον ανθρώπινο
νου να ηρεμήσει σαν την καλαμιά στον κάμπο. Μπροστά σ' αυτά, τι μας μένει για να
βαστάξουμε αν απαρνηθούμε τον εαυτό μας; Δε μένω τυφλός στα ψεγάδια μας, αλλά έχω
την ιδιοτροπία να πιστεύω στον εαυτό μας. Σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε που μνημονεύω
εδώ προσωπικές εμπειρίες· δεν έχω άλλο πειραματόζωο από εμένα. Και η προσωπική μου
εμπειρία μου δείχνει πως το πράγμα που με βοήθησε, περισσότερο από κάθε άλλο, δεν
ήταν οι αφηρημένοι στοχασμοί ενός διανοουμένου, αλλά η πίστη και η προσήλωσή μου
σ' έναν κόσμο ζωντανών και περασμένων ανθρώπων· στα έργα τους, στις φωνές τους,
στο ρυθμό τους, στη δροσιά τους. Αυτός ο κόσμος, όλος μαζί, μου έδωσε το συναίσθημα
πως δεν είμαι μια αδέσποτη μονάδα, ένα άχερο στ' αλώνι. Μου έδωσε τη δύναμη να κρατηθώ
ανάμεσα στους χαλασμούς που ήταν της μοίρας μου να ιδώ. Κι ακόμη, μ' έκανε να νιώσω,
όταν ξαναείδα το χώμα που με γέννησε, πως ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν
πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν.
Κι
όλα τούτα θα μπορούσα να τα ονομάσω με τη λέξη παράδοση, που την ακούμε
κάποτε ψυχρά και μας φαίνεται υπόδικη. Αλήθεια, υπάρχουν ροπές που νομίζουν
πως η παράδοση μας στρέφει σε έργα παρωχημένα και ανθρώπους παρωχημένους· πως είναι πράγμα τελειωμένο και άχρηστο για τις σημερινές
μας ανάγκες· πως δεν μπορεί να βοηθήσει σε
τίποτε τον σημερινό τεχνοκρατικό άνθρωπο
που γνώρισε φριχτούς πολέμους και φριχτότερα στρατόπεδα συγκεντρώσεως· αυτόν τον άνθρωπο που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα
στην κατάσταση του θηρίου και την κατάσταση του ανδροειδούς. Η παράδοση
είναι λοιπόν ένα περιττό βάρος που πρέπει να
εξοβελιστεί. Μου φαίνεται πως αυτές οι ροπές
εκπορεύουνται από τη σύγχρονη απελπισία για την αξία του ανθρώπου. Είναι τα συμπτώματα
ενός πανικού, που εν ονόματι του ανθρώπου τείνουν να κατακερματίσουν
την ψυχή του ανθρώπου. Όμως τι απομένει αν βγάλουμε από τη μέση τον άνθρωπο;
Γ.
Σεφέρη, Δοκιμές, τ.2, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974
Σχόλια