Σοροκάδα, Νίκος Κάσδαγλης
Ο συγγραφέας
Είναι από τους ελάχιστους Έλληνες συγγραφείς που αποτύπωσε την ωμή βία που ασκεί η εξουσία στον άνθρωπο και στο σώμα του με μια σειρά μυθιστορημάτων που αναφέρονται στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, από την Κατοχή, τον Εμφύλιο Πόλεμο, τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών ως τους σύγχρονους τρομοκράτες, ενώ τα τελευταία χρόνια έγραψε για το κουρδικό ζήτημα και τον αγώνα του Κουρδικού λαού. Ένα από τα εμβληματικά στοιχεία του έργου του, που επικεντρώνεται σε ιστορικά και κοινωνικά θέματα της εποχής του είναι η βία, η επικράτηση του κακού και η απάνθρωπη συμπεριφορά.
"Ο Κάσδαγλης", όπως αναφέρει ο Γ. Παγανός στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας "αρύεται τους χαρακτήρες του από τα περιβάλλοντα όπου τοποθετεί τις «ιστορίες» του, από τους χώρους δηλαδή όπου γεννιέται η παθογένεια της δύναμης και της βίας: τους στρατώνες, το κολαστήρι της Μακρονήσου, τα Σώματα Ασφαλείας, τις τρομοκρατικές και αναρχικές οργανώσεις των πόλεων, τους προσφυγικούς καταυλισμούς, τις φυλακές και τα χωριά των Κούρδων" .
Ο Νίκος
Κάσδαγλης γεννήθηκε στην Κω και θεωρείται από τους σημαντικότερους
πεζογράφους της μεταπολεμικής λογοτεχνίας. Εμφανίστηκε στα Γράμματα μετά
τον εμφύλιο και τα έργα του καλύπτουν μια ευρεία θεματική. Επέλεξε τον ωμό ρεαλισμό για να αποδώσει τη σκληρή αντιπαράθεση ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά στα χρόνια της Κατοχής με το μυθιστόρημα Τα δόντια της μυλόπετρας (1955).
Αυτό το έργο του πριν το δημοσιεύσει το έστειλε στο Γιώργο Σεφέρη, που
ήταν τότε πρόξενος στη Βηρυτό. Από τη θετική ανταπόκριση του ποιητή
εδραιώθηκε μια σημαντική φιλία που κράτησε έως το θάνατο του Σεφέρη.
Στο ίδιο κλίμα κινείται και το επόμενο έργο του Οι Κεκαρμένοι (1959), στο οποίο περιγράφεται η ζωή ενός φαντάρου μεταξύ του στρατώνα και ενός πορνείου. Η γλώσσα του κειμένου αποτυπώνει, με τη συχνή χρήση χυδαίων εκφράσεων, τη χυδαιότητα του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Στο Η Μαρία περιηγείται στη Μητρόπολη των νερών (1982) αναφέρεται στα γεγονότα της Χιροσίμα.
Ο Λ. Πολίτης θεωρεί δάσκαλο του Κάσδαγλη τον Μ. Καραγάτση. Ο συγγραφέας θα μπορούσε να ενταχθεί στους νεορεαλιστές λογοτέχνες.
........Στα έργα του κυριαρχεί η ιστορική θεματική και στη γραφή του το
νατουραλιστικό στοιχείο με έμφαση στην περιγραφή του ανθρώπινου
εξανδραποδισμού και της περιθωριοποίησης μέσα από κοινωνικούς και
πολιτικούς μηχανισμούς.
Είναι από τους ελάχιστους Έλληνες συγγραφείς που αποτύπωσε την ωμή βία που ασκεί η εξουσία στον άνθρωπο και στο σώμα του με μια σειρά μυθιστορημάτων που αναφέρονται στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, από την Κατοχή, τον Εμφύλιο Πόλεμο, τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών ως τους σύγχρονους τρομοκράτες, ενώ τα τελευταία χρόνια έγραψε για το κουρδικό ζήτημα και τον αγώνα του Κουρδικού λαού. Ένα από τα εμβληματικά στοιχεία του έργου του, που επικεντρώνεται σε ιστορικά και κοινωνικά θέματα της εποχής του είναι η βία, η επικράτηση του κακού και η απάνθρωπη συμπεριφορά.
"Ο Κάσδαγλης", όπως αναφέρει ο Γ. Παγανός στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας "αρύεται τους χαρακτήρες του από τα περιβάλλοντα όπου τοποθετεί τις «ιστορίες» του, από τους χώρους δηλαδή όπου γεννιέται η παθογένεια της δύναμης και της βίας: τους στρατώνες, το κολαστήρι της Μακρονήσου, τα Σώματα Ασφαλείας, τις τρομοκρατικές και αναρχικές οργανώσεις των πόλεων, τους προσφυγικούς καταυλισμούς, τις φυλακές και τα χωριά των Κούρδων" .
Δείτε εδώ τη ζωή και το έργο του.
Το διήγημα "Η Σοροκάδα"
Θέμα του διηγήματος: το ναυάγιο ενός αμερικανικού πολεμικού πλοίου του οποίου ο καπετάνιος υποτίμησε τη δύναμη των στοιχείων της φύσης και αγνόησε τις οδηγίες του λιμεναρχείου για τον επικείμενο κίνδυνο.
Θέματα που θίγονται στο διήγημα
- Η σχέση ανθρώπου-φύσης και η αλαζονεία του ανθρώπου. Στο διήγημα συναντούμε το σχήμα ύβρις-τίσις. Ύβρις είναι η αλαζονεία και ύβρις η τιμωρία. Είναι γνωστή η πανάρχαια αντίληψη οτι ο άνθρωπος δεν πρέπει να υπερβεί το μέτρο γιατί τότε ακολουθεί η τίση που αποκαθιστά την ανθρώπινη τάξη. Στο διήγημα ο υπερφίαλος καπετάνιος του αμερικανικού πλοίου δείχνει υπερβολική αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στους δικούς του κανονισμούς, αγνοεί τις οδηγίες του λιμεναρχείου και τις συμβουλές των ντόπιων και περιφρονεί τους νόμους της φύσης. Η ύβρις όμως δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητη και έτσι μοιραία ακολουθεί η συντριβή του πλοίου στα βράχια. Ο άνθρωπος τιμωρείται και ταπεινώνεται γιατί πρέπει να καταλάβει οτι μπορεί να κατάφερε να δαμάσει τη φύση με τις γνώσεις και την βοήθεια της τεχνολογίας αλλά δεν είναι επιτρεπτό να αντιμάχεται δυνάμεις ανώτερες απ΄ αυτόν και να τις περιφρονεί προσβλητικά.
- Οι σχέσεις Ελλήνων και Αμερικανών. Η επίσκεψη "καλής θελήσεως", όπως αναφέρεται ειρωνικά από τον συγγραφέα, του αμερικανικού πολεμικού πλοίου στο λιμάνι της Ρόδου εντάσσεται στην προσπάθεια κάποιων χωρών να κάνουν επίδειξη ισχύος και να προσπαθούν να χειραγωγήσουν τον ελληνικό λαό στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Αρνητικά σχολιάζεται από τον αφηγητή και η παρουσία των γυναικών των αξιωματικών των οποίων η συμπεριφορά προκαλεί αρνητικές εντυπώσεις.
- Η ταυτότητα των νεοελλήνων. Οι κάτοικοι του νησιού προετοιμάζονται για τον ερχομό του αμερικανικού πλοίου. Τα μπαρ του νησιού τροποποιούνται, αλλάζουν όνομα και ενισχύονται με κορίτσια από τον Πειραιά για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες των αμερικανών ναυτών. Η δουλοπρεπής στάση των ντόπιων σχολιάζεται ειρωνικά από τον συγγραφέα και στηλιτεύεται. Οι ντόπιοι δείχνουν μια νοοτροπία υποτέλειας στους ξένους επισκέπτες. Η κερδοσκοπία , η αλλοτρίωση των ηθών και η έκπτωση των ηθικών αξιών ξεκινούν από τη μεταπολεμική Ελλάδα και φτάνουν στη σημερινή εποχή. Από την άλλη παρουσιάζεται και η μεγαλοψυχία των ντόπιων, οι οποίοι έτρεξαν να βοηθήσουν τους ναυαγούς αμερικάνους.
- Στο διήγημα υπάρχουν δύο ιστορίες:η μία είναι η ιστορία του αφηγητή που συνηθίζει να κολυμπά στον μόλο και κάνει αναφορά στα συντρίμμια του αμερικανικού πλοίου.Η δεύτερη ιστορία είναι η ιστορία του ναυαγίου, η οποία εγκιβωτίζεται στην πρώτη αφήγηση.
- Ο συγγραφέας ξεκινάει από το παρόν, κάνει αναδρομή στο παρελθόν και στην ιστορία της βύθισης του πλοίου και στο τέλος γυρνάει πάλι στο παρόν και στα διαλυμένα κομμάτια του πλοίου.
- Η αφήγηση στο μεγαλύτερο μέρος της είναι τριτοπρόσωπη με μηδενική εστίαση και παντογνώστη αφηγητή.
- Εναλλαγή προσώπων:χρησιμοποιείται το α, β και γ πρόσωπο. Η χρήση του β προσώπου προσδίδει αμεσότητα στην ιστορία.
- Η γλώσσα είναι δημοτική, χωρίς στολίδια και επίθετα, διανθισμένη από ροδίτικους ιδιωματισμούς και ναυτική ορολογία.
- Υπάρχουν χρονικοί προσδιορισμοί, εικόνες και σχήματα λόγου.
- Το ύφος είναι απλό και λιτό με έντονο το στοιχείο της ειρωνείας και του ρεαλισμού.
Παράλληλο κείμενο
ΤΟΥ ΚΥΡ ΒΟΡΙΑ
Ο κυρ Βοριάς παράγγειλε νούλω των καραβιώνε.
"Καράβια π' αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε,
εμπάτε 'ς τα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξω,
ν' ασπρίσω κάμπους και βουνά, να κρυώσω κρυαίς βρυσούλαις,
κ' οσά βρω μεσοπέλαγος, στεργιάς θε να τα ρήξω.
" Κι' όσα καράβια τ' άκουσαν, όλα λιμάνι πιάνουν,
του κυρ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει.
"Δε σε φοβούμαι, κυρ Βοριά, φυσήσης δε φυσήσης,
τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρι,
έχω κι' αντέναις προύτζιναις κι' ατσάλενα κατάρτια,
έχω παννιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι,
έχω και καραβόσκοινα από ξανθής μαλλάκια,
κ' έχω και ναύτες διαλεχτούς, όλο άντρες του πολέμου,
κ' έχω κ' ένα ναυτόπουλο, που τους καιρούς γνωρίζει,
κ' εκεί που στήσω μια φορά την πλώρη δε γυρίζω."
"Ανέβα, βρε ναυτόπουλο, 'ς το μεσιανό κατάρτι,
για να διαλέξης τον καιρό, να ιδής για τον αέρα."
Παιζογελώντας ανέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
"Το τι είδες, βρε ναυτόπουλο, αυτού ψηλά που πήγες;
-Είδα τον ουρανό θολό και τάστρα ματωμένα,
είδα τη μπόρα που άστραψε και το φεγγάρι εχάθη,
και 'ς της Αττάλειας τα βουνά αστραχαλάζι πέφτει."
Ώστε να ειπή, να καλοειπή, να καλοκουβεντιάση,
βαρειά φουρτούνα πλάκωσε και το τιμόνι τρίζει,
ασπρογυαλίζει η θάλασσα, σιουρίζουν τα κατάρτια,
σκώνονται κύματα βουνά, χορεύει το καράβι,
σπηλιάδα τού ρθε από τη μια, σπηλιάδα από την άλλη,
σπηλιάδα από τα πλάγια του κ' εξεσανίδωσέ το.
Γιόμισε η θάλασσα παννιά, το κύμα παλληκάρια,
και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλλια πάγει.
Όλαις οι μάνναις κλαίγανε κι' όλαις παρηγορειούνται,
μα μια μαννούλα ενού παιδιού παρηγοριά δεν έχει.
Βάνει τοις πέτραις 'ς την ποδιά, τα τρόχαλα 'ς τον κόρφο,
πετροβολάει τη θάλασσα και τροχαλάει το κύμα.
"Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
πόπνιξες το παιδάκι μου, π' άλλο παιδί δεν έχω.
-Δε φταίω η δόλια θάλασσα, δε φταίω εγώ το κύμα,
μόν φταίει ο πρωτομάστορας που φτειάνει τα καράβια,
και τα πελέκαγε φτενά και τα γυρίζει ο αέρας,
και χάνω τα καράβια μου που είναι δικά μ' στολίδια,
χάνω τα παλληκάρια μου, οπού με τραγουδούνε."
Ο κυρ Βοριάς παράγγειλε νούλω των καραβιώνε.
"Καράβια π' αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε,
εμπάτε 'ς τα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξω,
ν' ασπρίσω κάμπους και βουνά, να κρυώσω κρυαίς βρυσούλαις,
κ' οσά βρω μεσοπέλαγος, στεργιάς θε να τα ρήξω.
" Κι' όσα καράβια τ' άκουσαν, όλα λιμάνι πιάνουν,
του κυρ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει.
"Δε σε φοβούμαι, κυρ Βοριά, φυσήσης δε φυσήσης,
τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρι,
έχω κι' αντέναις προύτζιναις κι' ατσάλενα κατάρτια,
έχω παννιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι,
έχω και καραβόσκοινα από ξανθής μαλλάκια,
κ' έχω και ναύτες διαλεχτούς, όλο άντρες του πολέμου,
κ' έχω κ' ένα ναυτόπουλο, που τους καιρούς γνωρίζει,
κ' εκεί που στήσω μια φορά την πλώρη δε γυρίζω."
"Ανέβα, βρε ναυτόπουλο, 'ς το μεσιανό κατάρτι,
για να διαλέξης τον καιρό, να ιδής για τον αέρα."
Παιζογελώντας ανέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
"Το τι είδες, βρε ναυτόπουλο, αυτού ψηλά που πήγες;
-Είδα τον ουρανό θολό και τάστρα ματωμένα,
είδα τη μπόρα που άστραψε και το φεγγάρι εχάθη,
και 'ς της Αττάλειας τα βουνά αστραχαλάζι πέφτει."
Ώστε να ειπή, να καλοειπή, να καλοκουβεντιάση,
βαρειά φουρτούνα πλάκωσε και το τιμόνι τρίζει,
ασπρογυαλίζει η θάλασσα, σιουρίζουν τα κατάρτια,
σκώνονται κύματα βουνά, χορεύει το καράβι,
σπηλιάδα τού ρθε από τη μια, σπηλιάδα από την άλλη,
σπηλιάδα από τα πλάγια του κ' εξεσανίδωσέ το.
Γιόμισε η θάλασσα παννιά, το κύμα παλληκάρια,
και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλλια πάγει.
Όλαις οι μάνναις κλαίγανε κι' όλαις παρηγορειούνται,
μα μια μαννούλα ενού παιδιού παρηγοριά δεν έχει.
Βάνει τοις πέτραις 'ς την ποδιά, τα τρόχαλα 'ς τον κόρφο,
πετροβολάει τη θάλασσα και τροχαλάει το κύμα.
"Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
πόπνιξες το παιδάκι μου, π' άλλο παιδί δεν έχω.
-Δε φταίω η δόλια θάλασσα, δε φταίω εγώ το κύμα,
μόν φταίει ο πρωτομάστορας που φτειάνει τα καράβια,
και τα πελέκαγε φτενά και τα γυρίζει ο αέρας,
και χάνω τα καράβια μου που είναι δικά μ' στολίδια,
χάνω τα παλληκάρια μου, οπού με τραγουδούνε."
Σχόλια