Εαρινή ισημερία, Η πρώτη ημέρα της άνοιξης
Βύρων Λεοντάρης, «Το αίμα της άνοιξης»
Ετούτη η άνοιξη έχασε πολύ αίμα
Άνοιξη όλο καρδιά
Άνοιξη όλο ξεκίνημα
Ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
- νιότη μας έχασες πολύ αίμα […]
Άνοιξη όλο ξαστεριά
άνοιξη όλο στήθος,
γενναία μας άνοιξη, πληγώθηκες βαριά
-νιότης μας έχασες πολύ αίμα.
Μάτωσαν όλες οι αυγές, βαρύνανε τα αρώματα,
τρομάζει ο άνεμος, τινάζεται- αίμα μπρος και πίσω του,
αίμα παντού-
δεν ξέρει πια που να καλπάσει…[…]
ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
-νιότη μας έχασες πολύ αίμα.
Είδαμε ουρανούς θολούς από χειρονομίες απελπισίας,
ημέρες πιο σπαραχτικές κι από το πρόσωπο τρελού παιδιού,
βαδίσαμε στην άμμο, που βουλιάζει,
ήρθαν πειρατικά στη χώρα της καρδιάς
-πολλά χέρια χαθήκαν μέσα απ’ τα δικά μας,
πολλά γράμματα μείνανε χωρίς απάντηση,
γράμματα που, άσπρες πυρκαγιές εξόριστες, περιδινούνται
στο πέλαγος της πίκρας.
Όμως παλέψαμε σκληρά,
για να μη γίνουμε του πόνου παίγνια,
για να μην πούμε: «Φτάνει πια,
αρκετά βασανίστηκε ο άνθρωπος στη γη.
Τώρα ας χαθούμε. Ας παραδώσουμε την ελπίδα στον όλεθρο
κι ας συντριφτεί το μέτωπό της
στα παγωμένα σκαλοπάτια των μνημείων
κι ας σαλπίσει υποχώρηση το θάρρος».
Για να μην πούμε: «Φτάνει πια,
τώρα ας χαθούμε, ας μη γεννούμε άλλα παιδιά»,
για να μην πούμε: «Φτάνει πια»
και μείνουν οι οχιές να γεννούν οχιές,
τα τέλματα να ξερνούν τέλματα,
και δεν είναι πια στόματα να φιλιούνται
και δεν είναι πια δάχτυλα να παρηγορούν,
βήματα να θροΐζουν την άνοιξη,
μα μοναχά τα σύννεφα να βήχουν,
μα μόνο τα παράλυτα βουνά
κι οι φρικαλέες χειρονομίες των κεραυνών
και σαν κουφοί, ακατάληπτα,
νεκροταφεία να μιλούν με νεκροταφεία…
γι αυτό παλέψαμε σκληρά.
Ποιος έχει τώρα δάχτυλα να λογαριάσει,
χείλια να τραυλίσει,
τι χάσαμε και τι κερδίσαμε;
Όρθιοι, με ακόπαστη μανία της ομορφιάς στο πρόσωπο,
Αλύγιστοι καταμεσί στη θύελλα καταχτήσαμε
την αστραπή της δύσκολης ελπίδας.
(Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, ύψιλον/βιβλία)
Κ.Καρυωτάκης, Άνοιξη
Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.
Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση τής νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία...
Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ' άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.
Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τους
τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.
Ετούτη η άνοιξη έχασε πολύ αίμα
Άνοιξη όλο καρδιά
Άνοιξη όλο ξεκίνημα
Ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
- νιότη μας έχασες πολύ αίμα […]
Άνοιξη όλο ξαστεριά
άνοιξη όλο στήθος,
γενναία μας άνοιξη, πληγώθηκες βαριά
-νιότης μας έχασες πολύ αίμα.
Μάτωσαν όλες οι αυγές, βαρύνανε τα αρώματα,
τρομάζει ο άνεμος, τινάζεται- αίμα μπρος και πίσω του,
αίμα παντού-
δεν ξέρει πια που να καλπάσει…[…]
ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
-νιότη μας έχασες πολύ αίμα.
Είδαμε ουρανούς θολούς από χειρονομίες απελπισίας,
ημέρες πιο σπαραχτικές κι από το πρόσωπο τρελού παιδιού,
βαδίσαμε στην άμμο, που βουλιάζει,
ήρθαν πειρατικά στη χώρα της καρδιάς
-πολλά χέρια χαθήκαν μέσα απ’ τα δικά μας,
πολλά γράμματα μείνανε χωρίς απάντηση,
γράμματα που, άσπρες πυρκαγιές εξόριστες, περιδινούνται
στο πέλαγος της πίκρας.
Όμως παλέψαμε σκληρά,
για να μη γίνουμε του πόνου παίγνια,
για να μην πούμε: «Φτάνει πια,
αρκετά βασανίστηκε ο άνθρωπος στη γη.
Τώρα ας χαθούμε. Ας παραδώσουμε την ελπίδα στον όλεθρο
κι ας συντριφτεί το μέτωπό της
στα παγωμένα σκαλοπάτια των μνημείων
κι ας σαλπίσει υποχώρηση το θάρρος».
Για να μην πούμε: «Φτάνει πια,
τώρα ας χαθούμε, ας μη γεννούμε άλλα παιδιά»,
για να μην πούμε: «Φτάνει πια»
και μείνουν οι οχιές να γεννούν οχιές,
τα τέλματα να ξερνούν τέλματα,
και δεν είναι πια στόματα να φιλιούνται
και δεν είναι πια δάχτυλα να παρηγορούν,
βήματα να θροΐζουν την άνοιξη,
μα μοναχά τα σύννεφα να βήχουν,
μα μόνο τα παράλυτα βουνά
κι οι φρικαλέες χειρονομίες των κεραυνών
και σαν κουφοί, ακατάληπτα,
νεκροταφεία να μιλούν με νεκροταφεία…
γι αυτό παλέψαμε σκληρά.
Ποιος έχει τώρα δάχτυλα να λογαριάσει,
χείλια να τραυλίσει,
τι χάσαμε και τι κερδίσαμε;
Όρθιοι, με ακόπαστη μανία της ομορφιάς στο πρόσωπο,
Αλύγιστοι καταμεσί στη θύελλα καταχτήσαμε
την αστραπή της δύσκολης ελπίδας.
(Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, ύψιλον/βιβλία)
Κ.Καρυωτάκης, Άνοιξη
Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.
Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση τής νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία...
Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ' άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.
Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τους
τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.
Σχόλια