Κριτήριο αξιολόγησης: Εθνικισμός, εθνική ταυτότητα, κοσμοπολιτισμός


Αποψη: Περί ομοιογένειας

Του John Hutchinson*

Τι εννοούμε με τον όρο εθνική ταυτότητα; Υποδηλώνει άραγε την πίστη και την υπακοή στο σύνταγμα και τους νόμους μιας χώρας; Ή μήπως εξαρτάται από τη βιολογική καταγωγή και την αγάπη για τη γη και τα έθιμα των προγόνων; Οι ίδιοι οι εθνικιστές ουδέποτε συμφώνησαν ως προς το περιεχόμενο του όρου. Για ορισμένους, έθνος είναι μία εθελοντική σύμπραξη ελευθέρων ατόμων, τα οποία συναινούν να ζήσουν μαζί ως πολιτική κοινότητα. Για άλλους, το έθνος είναι σαν μία οικογένεια της οποίας παιδί είναι ο πολίτης και -ως εκ τούτου- οφείλει να τη σέβεται, όπως σέβεται τους γονείς του. Για τους θιασώτες αυτής της άποψης, η αλλαγή ιθαγένειας είναι τυπικά δυνατή, αλλά ουσιαστικά αδύνατη. Με άλλα λόγια, οι θεωρήσεις του έθνους χωρίζονται σε πολιτικές και οργανικές. Η αλήθεια είναι όμως ότι όλα τα έθνη συνδυάζουν και τις δύο. Στο (πολιτικό) έθνος της Γαλλίας, π.χ., δεν έλειψαν ποτέ οι ρατσιστικές πολιτικές δυνάμεις, όπως το Εθνικό Μέτωπο του Λε Πεν. Οι πληθυσμοί της Γερμανίας από την άλλη ταλαντεύτηκαν κατά καιρούς μεταξύ συνταγματικού πατριωτισμού και προσήλωσης στο δίκαιο του volk.
Παρόλα αυτά, η έννοια της εθνικής ταυτότητας διαφέρει μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στους κανόνες περί απονομής ιθαγένειας. Η Γαλλία έχει επιλέξει την πολιτική της αφομοίωσης των εθνοτικών μειονοτήτων. Παρέχει εύκολα ιθαγένεια σε μετανάστες, πιστεύοντας ότι εκείνοι θα περιορίσουν τις παραδόσεις της ιδιαίτερης πατρίδας τους στον ιδιωτικό βίο και θα υιοθετήσουν τους κανόνες του κοσμικού γαλλικού κράτους στη δημόσια ζωή τους. Μέχρι το 2000, η πολιτική της Γερμανίας ήταν ακριβώς αντίθετη. Οι μειονότητες έπρεπε να παραμένουν επί μακρόν στη χώρα για τους χορηγηθεί ιθαγένεια, η οποία απαιτούσε μάλιστα και εξετάσεις στη γερμανική γλώσσα και τον πολιτισμό.
Η μαζική μετανάστευση στην Ευρώπη όμως κατέστησε και τις δύο παραπάνω στάσεις προβληματικές. Οι πρόσφατες ταραχές στη Γαλλία απέδειξαν ότι η αφομοίωση όχι μόνο δεν είναι εύκολη για τους μετανάστες, αλλά και πως τα πλεονεκτήματα που συνεπάγεται σε όσους την επιλέξουν είναι πολύ λιγότερα από εκείνα που υποσχόταν το γαλλικό κράτος. Στη Γερμανία αντιθέτως, η γκετοποίηση των Τούρκων μεταναστών δημιουργεί σοβαρά προβλήματα κοινωνικής συνοχής. Μπροστά στο αδιέξοδο της ενσωμάτωσης των μειονοτικών κοινοτήτων, πολλές ευρωπαϊκές χώρες εξετάζουν το ενδεχόμενο να υιοθετήσουν το πολυπολιτισμικό μοντέλο του Καναδά, της Αυστραλίας και των ΗΠΑ. Πρόκειται βέβαια για τρεις χώρες εποίκων. Η πίεση που τους ασκήθηκε από τα μεταναστευτικά ρεύματα του 20ου αιώνα όμως τις εξανάγκασε να μεταβληθούν σε χώρες μεταναστών, οι οποίες αναγνωρίζουν και τιμούν τις παραδόσεις που φέρνει η κάθε κοινότητα που τις απαρτίζει από την ιδιαίτερη πατρίδα της.
Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν ο κοσμοπολιτισμός θα αποδειχθεί εφαρμόσιμος στην Ευρώπη, της οποίας τα έθνη υποστηρίζουν ότι η γη των προπατόρων τους ανήκει. Οι Ευρωπαίοι φαίνεται να θεωρούν ότι οι μετανάστες οφείλουν να προσαρμοστούν στις συνήθειες της χώρας όπου μετακινούνται.  Αξίζει να θυμηθεί κανείς το αμφιλεγόμενο «τεστ κρίκετ», που είχε επινοήσει ο συντηρητικός Βρετανός πολιτικός Νόρμαν Τέμπιτ. Σύμφωνα με αυτό το τεστ, όσοι μετανάστες υποστήριζαν τα κράτη από τα οποία προέρχονταν σε αγώνες κρίκετ εναντίον της Αγγλίας, δεν άξιζαν την απόδοση ιθαγένειας. Επίσης, η πολυπολιτισμική προσέγγιση στη μετανάστευση δέχεται πυρά πλέον τόσο στην Αυστραλία, όσο και στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ενα όλο και αυξανόμενο τμήμα της αμερικανικής κοινής γνώμης πιστεύει ότι η προστασία της κουλτούρας της πλειοψηφίας είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης.
Ποιο είναι, λοιπόν, το συμπέρασμα απ' όλα αυτά; Οτι η ιστορία κάθε έθνους καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τη στάση του απέναντι στη μετανάστευση και την ταυτότητα. Η Ελλάδα, που, όπως και η Ιρλανδία, έχει παράδοση εθνοτικής και θρησκευτικής ομοιογένειας, είναι αναμενόμενο να κλίνει προς μία οργανική θεώρηση του έθνους. Εντούτοις, οι πληθυσμοί κάθε χώρας πάντοτε ταλαντεύονται και μεταβάλλουν τις απόψεις τους, ανάλογα με τις συνθήκες που συναντούν. Ετσι η εθνική ταυτότητα παραμένει ζήτημα υπό αέναη διαπραγμάτευση.

* O John Hutchinson είναι αν. καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο LSE.

Θέματα

Α. Να γράψετε στο τετράδιο σας την περίληψη του κειμένου.(80-100 λέξεις). (25 μονάδες)

Β1. Οι Ευρωπαίοι φαίνεται να θεωρούν ότι οι μετανάστες οφείλουν να προσαρμοστούν στις συνήθειες της χώρας όπου μετακινούνται ": Να αναπτύξετε σε μια παράγραφο 100 λέξεων το περιεχόμενο του αποσπάσματος. (8 μονάδες)
Β2α ."Η Ελλάδα, που, όπως και η Ιρλανδία, έχει παράδοση εθνοτικής και θρησκευτικής ομοιογένειας, είναι αναμενόμενο να κλίνει προς μία οργανική θεώρηση του έθνους. Εντούτοις, οι πληθυσμοί κάθε χώρας πάντοτε ταλαντεύονται και μεταβάλλουν τις απόψεις τους, ανάλογα με τις συνθήκες που συναντούν. Ετσι η εθνική ταυτότητα παραμένει ζήτημα υπό αέναη διαπραγμάτευση." Να βρείτε το είδος του παραπάνω συλλογισμού και να τον αξιολογήσετε. (6 μονάδες)

Β2 β. Να αξιολογήσετε τη συνοχή του κεμένου . (4 μονάδες)

Β3 α. Να βρείτε τους τρόπους ανάπτυξης της πρώτης και της δεύτερης παραγράφου και να αιτιολογήσετε την επιλογή σας. (6 μονάδες)

Β3 β. Ποιος είναι ο ρόλος των ερωτήσεων στην αρχή  της πρώτης παραγράφου;(3 μονάδες)

Β4.Να επισημάνετε τη σύνταξη των παρακάτω προτάσεων και να τις ξαναγράψετε με την αντίθεση σύνταξη.


  •  Η Γαλλία έχει επιλέξει την πολιτική της αφομοίωσης των εθνοτικών μειονοτήτων.
  •  Η πίεση που τους ασκήθηκε από τα μεταναστευτικά ρεύματα του 20ου αιώνα όμως τις εξανάγκασε να μεταβληθούν σε χώρες μεταναστών. (3 μονάδες)
Β5. Να γράψετε ένα συνώνυμο για κάθε μια από τις υπογραμμισμένες λέξεις του κειμένου(5 μονάδες)

Γ. Με αφορμή το παραπάνω κείμενο, να γράψετε ένα δικό σας κείμενο για την εφημερίδα του σχολείου σας στο οποίο θα παρουσιάζετε τις θετικές πλευρές του κοσμοπολιτισμού και θα προτείνετε τρόπους με τους οποίους μπορεί ν' αποφευχθεί ο κίνδυνος απώλειας της εθνικής ταυτότητας ενός λαού.(500-600 λέξεις)(40 μονάδες).

Εθνικισμός και κοσμοπολιτισμός 

Νίκος Μουζέλης
Με την ένταση της οικονομικής κρίσης αναπτύσσεται ραγδαία ένας ακραίος, αμυντικός εθνικισμός και στον δημόσιο χώρο και σε αυτόν της πολιτικής πρακτικής. Λόγω αυτού αξίζει τον κόπο να εξετάσει κανείς τις αλληλοσυνδεόμενες έννοιες του εθνικισμού, του πατριωτισμού και του κοσμοπολιτισμού- έννοιες που παίζουν κεντρικό ρόλο στις διαμάχες περί έθνους και εθνικής ταυτότητας.
Ο εθνικισμός, στην κλασική εκδοχή του, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με το κράτος-έθνος- όπως αυτό αναπτύχθηκε στον 19ο και στον 20ό αιώνα. Το κράτος-έθνος κατόρθωσε να διεισδύσει στην περιφέρεια της κοινωνίας σε βαθμό που ήταν αδιανόητος σε προνεωτερικές εποχές, κατόρθωσε δηλαδή να κινητοποιήσει και να εντάξει ολόκληρο τον πληθυσμό μιας επικράτειας στο εθνικό κέντρο. Αυτό σήμαινε τη σταδιακή έκλειψη της παραδοσιακής κοινότητας και τη συγκέντρωση στα χέρια εθνικών ελίτ όχι μόνο των μέσων οικονομικής και πολιτισμικής παραγωγής αλλά και των μέσων κυριαρχίας. Σήμαινε με άλλα λόγια τη μετατόπιση υλικών και άυλων πόρων από την περιφέρεια στο κέντρο. Σήμαινε τέλος ένα πέρασμα από την ταύτιση του ατόμου με την τοπική κοινότητα στην ταύτιση με τη «φαντασιακή κοινότητα» του κράτους-έθνους (Ρ. Αnderson). Ετσι, στις αρχές του 19ου αιώνα, η τοπική ταυτότητα ήταν συχνά ισχυρότερη της εθνικής. Σταδιακά όμως η δεύτερη υπερισχύει της πρώτης.
Στην ελληνική περίπτωση, για παράδειγμα, πριν από την Επανάσταση του 1821 η ελληνική ταυτότητα ήταν εθνοτική (βασιζόταν στη θρησκεία και στη συνέχεια της γλώσσας) και τοπικιστική (το υποκείμενο ταυτιζόταν με την κοινότητά του και όχι με το οθωμανικό κράτος). Με το όραμα ενός ελληνικού κράτους, την ίδρυσή του και την εδραίωσή του περνάμε από το εθνοτικό στο εθνικό. Από το τοπικό στο υπερτοπικό.
Το κράτος-έθνος δεν κατάφερε μόνο να εντάξει τον πληθυσμό στο εθνικό κέντρο. Κατάφερε επίσης να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό μιας επικράτειας είτε με ειρηνικά μέσα (σχολείο, στρατιωτική θητεία κτλ.), είτε με βίαια (π.χ. η εξολόθρευση των Αρμενίων στην Τουρκία). Ο εθνικισμός, ως ιδεολογία, ήταν χρήσιμος, αν όχι απαραίτητος, στη δημιουργία σύγχρονων κρατών, ιδίως στις περιπτώσεις διάλυσης δυναστικών αυτοκρατοριών, όπως αυτές των Αψβούργων και των Οθωμανών. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο εθνικισμός ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη και για την ανεξαρτησία και, στο εσωτερικό της επικράτειας, για την πάταξη τοπικιστικών δυνάμεων που αντετίθεντο στη δημιουργία ισχυρού εθνικού κέντρου. Και βέβαια, ο εθνικισμός στα Βαλκάνια υπήρξε βάση πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των νέων ανεξάρτητων χωρών που είχαν ανταγωνιστικούς στόχους.
Τα πράγματα αλλάζουν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Δύση η αποικιοκρατία καταρρέει, ενώ οι φρικιαστικές εκατόμβες και η γενοκτονία των Εβραίων και άλλων μειονοτήτων (αποτελέσματα ενός ακραίου, παρανοϊκού γερμανικού εθνικισμού) κάνουν τους πολίτες και των ηττημένων δυνάμεων του Αξονα και των Συμμάχων να κοιτάζουν με καχυποψία τους σοβινιστικούς εθνικισμούς- είτε αυτοί παίρνουν αποικιοκρατική μορφή είτε τη μορφή αλυτρωτικών διεκδικήσεων.
Οι ευρωπαίοι πολίτες και στο κέντρο και στη νοτιοανατολική ημιπεριφέρεια αρχίζουν σταδιακά να ενδιαφέρονται λιγότερο για τη «δόξα των όπλων» και περισσότερο για την ποιότητα ζωής, λιγότερο για στρατιωτικές περιπέτειες και περισσότερο για τη δημοκρατία και το κράτους δικαίου, λιγότερο για την κατάκτηση εδαφών και περισσότερο για τη διάχυση κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, το κοινωνικο-δημοκρατικό και ανθρωπιστικό στοιχείο υπερτερεί του γεωπολιτικού. Ετσι περνάμε από τον επιθετικό εθνικισμό στον πατριωτισμό του πολίτη ή του Συντάγματος (Ηabermas).
Δεν είναι περίεργο μάλιστα το ότι μετά την επούλωση των πληγών του Εμφυλίου η πλειονότητα των ελλήνων πολιτών ενδιαφέρεται λιγότερο για αλυτρωτικούς αγώνες και περισσότερο για την πάταξη του κρατικού δεσποτισμού, της διαφθοράς, την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους και την αναβάθμιση της Παιδείας. Αυτού του είδους τα προτάγματα μπορεί να μην εκπληρώθηκαν. Αποτελούν όμως προτεραιότητες για τον μέσο πολίτη.
Τέλος, το πέρασμα από τον εθνικισμό στον πατριωτισμό του Συντάγματος δεν σημαίνει βέβαια την εξαφάνιση της παραδοσιακής κουλτούρας. Μπορεί και πρέπει να σημαίνει τη μετουσίωση της παράδοσης μέσω νέων πολιτισμικών μορφών (στον χώρο των γραμμάτων, της τέχνης, της διανόησης) που συνδέουν το παλιό με το νέο, που φέρνουν πιο κοντά στη σημερινή πραγματικότητα πατροπαράδοτους τρόπους ζωής και έκφρασης.
Τα πράγματα αλλάζουν πάλι στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80. Η ραγδαία νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δημιούργησε και εξακολουθεί να δημιουργεί τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και μεταξύ χωρών και στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού περιθωριοποιείται. Σε αυτό το πλαίσιο η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία θεοποιεί την αγορά και προωθεί την καταναλωτική κουλτούρα. Από την άλλη, δημιουργεί στα περιθωριοποιημένα στρώματα ανάγκες που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν.
Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε δύο αντικρουόμενες αντιδράσεις. Αυτοί που είναι θύματα της παγκοσμιοποίησης βλέπουν με καχυποψία το άνοιγμα προς τον έξω κόσμο, περιχαρακώνονται, είναι εχθρικοί προς το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και όπως η παγκοσμιοποίηση εντείνει την εισροή μεταναστών από τις φτωχές στις σχετικά πλούσιες χώρες, οι τελευταίοι μετατρέπονται σε αποδιοπομπαίους τράγους που ευθύνονται για όλα τα δεινά της χώρας. Ετσι βλέπουμε την επιστροφή ενός παρωχημένου, ξενοφοβικού εθνικισμού, κυρίως στον χώρο των λαϊκών τάξεων.
Από την άλλη μεριά τώρα, οι κερδισμένοι από το παγκόσμιο άνοιγμα των αγορών, ιδίως αυτοί που πλούτισαν εύκολα και απότομα, απεμπολούν και το εθνικιστικό και το πατριωτικό στοιχείο. Γίνονται πολίτες του κόσμου ή μάλλον καταναλωτές σε πλανητικό επίπεδο. Αποσυνδέονται από τις εθνικές ρίζες και εντάσσονται σε μια μεταμοντέρνα καταναλωτική κουλτούρα. Ετσι οι κοσμοπολίτικες, νεοπλουτίστικες ελίτ δεν ενδιαφέρονται ούτε για τα ανθρώπινα δικαιώματα του συνταγματικού πατριωτισμού ούτε για τα εθνικά ιδεώδη.
Ευτυχώς με την παγκοσμιοποίηση δεν έχουμε μόνο τον κοσμοπολιτισμό των jet set και των golden boys. Εχουμε, κυρίως στη νέα γενιά, έναν αντικαταναλωτικό, ανθρωπιστικό κοσμοπολιτισμό που επικεντρώνεται στα προβλήματα των μεταναστών, της παγκόσμιας φτώχειας και της κλιματικής αλλαγής. Αυτού του είδους ο κοσμοπολιτισμός παίρνει τη μορφή κινημάτων που εντάσσονται στη διαμορφούμενη παγκόσμια κοινωνία των πολιτών- κινημάτων, όπως η Greenpeace, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, η Διεθνής Αμνηστία κτλ.
Συμπερασματικά, το εθνικιστικό, το πατριωτικό και το κοσμοπολίτικο στοιχείο αποτελούν σήμερα μιαν αλυσίδα, ο αδύναμος κρίκος της οποίας είναι το πατριωτικό, ο πατριωτισμός του Συντάγματος. Οσο η κοινωνική περιθωριοποίηση και οι ανισότητες εντείνονται, τόσο ο φοβικός εθνικισμός από τη μια μεριά και ο καταναλωτικός κοσμοπολιτισμός από την άλλη θα καθορίζουν το κοινωνικό γίγνεσθαι.
 
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Εconomics. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ 369-529

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ

Ευριπίδη Ελένη-Β επεισόδιο, 4η σκηνή