Κώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 – 21 Ιουλίου 1928)

 Πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός ελληνικής γλώσσας

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1896. Την περίοδο 1913 -  1917 σπούδασε νομικά και συγχρόνως γράφτηκε και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να την τελειώσει. Πολύ νωρίς έμαθε γαλλικά και αργότερα γερμανικά. Το 1919 εξέδωσε μαζί με κάποιο φίλο του το σατιρικό περιοδικό Γάμπα. Το 1920 διορίστηκε υπάλληλος στο Υπουργείο Εσωτερικών και υπηρέτησε σε διάφορες νομαρχίες της χώρας. Για ν’ αποφύγει τις μεταθέσεις μετατάχτηκε στο Υπουργείο Πρόνοιας. Έτσι, είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει στην Ιταλία και τη Γερμανία, τη Ρουμανία και τη Γαλλία. Μετατέθηκε στην Πάτρα χωρίς καμιά δικαιολογία από την υπηρεσία του και ύστερα στην Πρέβεζα, γεγονός που τον βύθισε σε απελπισία, αφού στην μικρή επαρχιακή πόλη απουσίαζε η πνευματική κίνηση. Απογοητευμένος απόλυτα από τη ζωή και μη έχοντας ούτε την παραμικρή ελπίδα για κάποια, έστω πνευματική ανάταση, ζώντας μέσα σ’ ένα περιβάλλον θλιβερό και άχαρο από κάθε πλευρά, αηδιασμένος από τον περίγυρό του και έχοντας μέσα του την πεισιθανάτια αγωνία, έγραψε το ποίημα «Πρέβεζα» και ύστερα έθεσε τέρμα στη ζωή του, τον Ιούλιο του 1928, σε ηλικία μόλις 32 χρονών.

Στα Γράμματα εμφανίστηκε πολύ νωρίς, αφού σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών διακρίθηκε σε διαγωνισμό του περιοδικού Διάπλασις των Παίδων. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων, κυκλοφόρησε το 1919 και είναι επηρεασμένη από τον συμβολισμό. Ακολούθησε η συλλογή Νηπενθή (1921), που βραβεύτηκε σε ποιητικό διαγωνισμό του 1920. Οι δύο αυτές συλλογές αποτελούν κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του ρομαντικού κλίματος της πρώτης αθηναϊκής σχολής, κύριο γνώρισμα της οποίας ήταν η μελαγχολία. Επίσης, στα πρώτα αυτά ποιήματα  συναντούμε ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποιητικής του Καρυωτάκη: πρόωρο ψυχικό γήρας, το εφήμερο της χαράς, η νοσταλγία του παράδεισου της παιδικής ηλικίας, η συμβολιστική υποβολή, ο πόνος, η λύπη και η γλωσσική ανορθοδοξία

Η δεύτερη περίοδος περιλαμβάνει τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927), όπου ο ποιητής αποκτά τη δική του φωνή και γίνεται ο αντιπροσωπευτικός της γενιάς του και της εποχής του. Αξιοποιεί στο έπακρο τη μαθητεία του στο γερμανικό συμβολισμό και διεισδύει ταυτόχρονα στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, που, όπως έγραψε σε επιστολή του, συμβιβάζεται περισσότερο με το δικό του πεσιμισμό παρά με άλλες αισιόδοξες στάσεις. Στη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες διακρίνονται όλα τα χαρακτηριστικά της ποίησής του: Το αίσθημα του αδιεξόδου απέναντι στην καταπίεση της εξουσίας, η συνειδητοποίηση της μοναξιάς του ανθρώπου, η έλλειψη ιδανικών. Χρησιμοποιώντας τη σάτιρα καταφέρνει να ασκήσει δριμύτατη κριτική στο κοινωνικό σύστημα, που κυριαρχείται από τους γραφειοκράτες υπαλλήλους και τους ανθρώπους που του υποτάσσονται αδιαμαρτύρητα. Σχεδόν σε όλους τους στίχους υπάρχει ένα οξύτατο πνεύμα σαρκασμού και μια ανελέητη ειρωνεία που δεν μένει στην επιφάνεια, αλλά προχωρεί σε βάθος τέτοιο, που μας θυμίζει Αριστοφάνεια σάτιρα. Στις δύο τελευταίες συλλογές των ποιημάτων του ο Καρυωτάκης ενσωμάτωσε μεταφράσεις γαλλικών και γερμανικών ποιημάτων.

Ο τρόπος του θανάτου του ποιητή επισφράγισε το έργο του και την αντίληψη που είχε για τον κόσμο. Με το τραγικό τέλος του ο Καρυωτάκης δημιούργησε ένα μύθο γύρω από το πρόσωπό του στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας. Με το έργο του εξέφρασε με τον πιο αυθεντικό τρόπο το κλίμα της παρακμής, της απαισιοδοξίας και της απογοήτευσης. Σε αντίθεση με τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Βάρναλη, ο Καρυωτάκης δεν πιστεύει στο ρόλο του ποιητή - προφήτη που εμπνέει το σεβασμό και καθοδηγεί την κοινωνία. Στα ποιήματά του διατυπώνει το αδιέξοδο που υπάρχει στη σχέση ποίησης και ζωής, ατόμου και κοινωνίας. Αυτό το χάσμα, δεν το δείχνει μόνο με το περιεχόμενο των ποιημάτων του αλλά και με τη μορφή, διαταράσσοντας τη μετρική ορθοδοξία του στίχου, με αποτέλεσμα να προκαλείται χαλαρότητα στο ρυθμό. Με αυτό τρόπο, ο ποιητής προετοιμάζει το έδαφος για τον ελεύθερο στίχο, που θα υιοθετήσουν οι ποιητές της γενιάς του ’30. Σε ό,τι αφορά τη γλώσσα, ο Καρυωτάκης αναμειγνύει λέξεις της καθαρεύουσας και της δημοτικής, εκπλήσσοντας εκείνους που πίστευαν στην καθαρή γλώσσα της ποίησης.

Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι σοβαρή χωρίς φιλαρέσκειες και συναισθηματισμούς. Αναβλύζει τον πόθο της ζωής αλλά και την αίσθηση της πραγματικότητας, το ανικανοποίητο, το μάταιο, το αδιέξοδο. Ο Καρυωτάκης ξεπέρασε τον ηθογραφικό ρεαλισμό της γενιάς του ’80 και έδωσε έναν νεοαστικό ρεαλισμό, ο οποίος, εμπλουτισμένος με τα υπαλληλικά του βιώματα, έγινε γραφειοκρατικός. Παρόλο που ο ποιητής δεν ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική, είδε σ’  αυτήν, όπως και σε άλλες λειτουργίες της κοινωνίας, μιαν αιτία της εξαχρείωσης και της πολιτιστικής υπανάπτυξης του λαού. Το ποίημα «Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο» είναι χαρακτηριστικό της πολιτικής σάτιρας του Καρυωτάκη. Την ποιητική γραφή του Καρυωτάκη μιμήθηκαν οι νεότεροι ποιητές της γενιάς του (καρυωτακισμός), χωρίς όμως να μπορέσουν να φτάσουν στην υψηλή τέχνη του προτύπου τους.

Εκτός από το ποιητικό έργο, ο Καρυωτάκης άφησε και πεζά κείμενα και εξαιρετικές μεταφράσεις. Το πεζογραφικό του έργο είναι περιορισμένο σε έκταση, αλλά και η πλειονότητα των πεζών που έγραψε ξεφεύγουν από τα τυπικά γνωρίσματα της πεζογραφικής γραφής και πλησιάζουν στην ποιητική πρόζα. Το σημαντικότερο ίσως από όλα τα πεζά του, «Τρεις μεγάλες χάρες», το συναντάμε σε όλες τις ανθολογίες πεζογραφίας.

Υστεροφημία
Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.


Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιου.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική, No
κι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.


Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός

Ανδρείκελα
Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.


Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.


Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.


Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...

Δημόσιοι υπάλληλοι 

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μές στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)


Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.


Και μονάχα η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στο οχτώ, σαν κορντισμένοι


Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, του ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι. 

Δέντρα
Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.


Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ' έχετε και φίλο,
τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.


Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου να μένω απ' όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στα πλάση,
εγώ λιγότερο γι' αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ' έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ 369-529

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ

Ευριπίδη Ελένη-Β επεισόδιο, 4η σκηνή