Από δόξα και θάνατο, Μ.Αξιώτη
Μέλπω Αξιώτη
Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς Μυκονιάτες και αφού φοίτησε στη Σχολή Ουρσουλινών της Τήνου (1918-1922),
επέστρεψε στο νησί της καταγωγής της. Μέχρι το 1930 έζησε στη Μύκονο
και στη συνέχεια στην Αθήνα, όπου σπούδασε σχεδιάστρια για τρία χρόνια
στη Σιβιτανίδειο Σχολή, χωρίς να εξασκήσει ποτέ το επάγγελμα. Λίγο
αργότερα εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα από όπου απολύθηκε για τα
πολιτικά της φρονήματα. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και
ασχολήθηκε συστηματικά με τον αντιστασιακό τύπο. Το 1947 κατέφυγε στη
Γαλλία και στη συνέχεια στη Βαρσοβία, όπου εργάστηκε στην ελληνική
εκπομπή του πολωνικού ραδιοφώνου. Το 1957 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό
Βερολίνο και εκεί σε συνεργασία με το Δημήτρη Χατζή εξέδωσαν στη
γερμανική γλώσσα μια ανθολογία νεοελληνικού διηγήματος με τίτλο Η Αντιγόνη ζει
(1960). Παράλληλα μετέφραζε έργα Ελλήνων συγγραφέων και έγραφε μελέτες
για ζητήματα της ελληνικής λογοτεχνίας. Το 1964 εξασφάλισε άδεια για να
έλθει στην Ελλάδα και την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκε μόνιμα, ύστερα
από μια περιπλάνηση που κράτησε δεκαοκτώ χρόνια. Από το 1965 έως το 1967
αποτέλεσε μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης.
Η Αξιώτη με το πρώτο της μυθιστόρημα Δύσκολες νύχτες (1938) έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χρήση ενός αυθόρμητου προφορικού λόγου και
με την πρωτοτυπία και την τολμηρότητα στην τεχνική της γραφής ανέτρεψε
τα δεδομένα της παραδοσιακής αφήγησης. Με αυτό το έργο της αιφνιδίασε το
αναγνωστικό κοινό όχι μόνο με τη γλώσσα που αναπλάθει λογοτεχνικά τη μυκονιάτικη διάλεκτο, αλλά και με την αφήγηση που αναπαριστά ένα μέρος του εφηβικούπαρελθόντος της συγγραφέως. Στο κείμενο συνδυάζεται ο υπερρεαλισμός με τη λαϊκήγλώσσα.
Η υποδοχή του έργου και από την κριτική ήταν ή απόλυτα θετική ή απόλυτα
αρνητική. Στη συνέχεια η συγγραφέας, που είχε δεχτεί την επίδραση της
αριστερής ιδεολογίας, έγραψε το πεζογράφημα Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;(1940), ένα κείμενο φαινομενικά ασυνάρτητο το οποίο εμπεριέχει πολλά στοιχεία του νεοτερικούμυθιστορήματος. Και σε αυτό το έργο απαντάται ο προβληματισμός των λογοτεχνών της εποχής της για την παρακμή της παραδοσιακήςοικογένειας του μεσοπολέμου. Ανάλογη θεματική συναντάμε στα έργα του Θεοτοκά, του Τερζάκη κ.ά.
Η συγγραφέας έγραψε επίσης διηγήματα και ποιήματα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, μετέφρασε ξένη λογοτεχνία και ασχολήθηκε με το «χρονικό», που αναπαριστά ρεαλιστικότερα την πραγματικότητα. Προς το τέλος της ζωής της έγραψε τα πεζογραφήματα Το σπίτι μου (1965) και Κάδμω (1972), τα οποία ανακαλούν τον κόσμο που χάθηκε και γίνονται ένα «ρέκβιεμ» ή μια «θρηνωδίαθανάτου». Πέθανε ολομόναχη σε έναν οίκο ευγηρίας πριν ολοκληρώσει το βιβλίο της Τα Πράγματα.
Πηγή: http://www.potheg.gr/TT.aspx?lan=1&Type=WRITER&writerId=7711417&TextType=BIO
Το κείμενο
Θεματικά κέντρα
- Κατοχή: δοκιμασίες και αντίσταση
- Λαϊκό αίσθημα και αγωνιστική ενότητα
- Αντιστασιακό πνεύμα
Η Πολυξένη στη φυλακή, όπου βρίσκεται,λόγω της αντιστασιακής της δράσης, ανακαλεί δύο κρίσιμες στιγμές της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα.
- Πρώτη στιγμή: η διανομή συσσιτίου στους καλλιτέχνες. Ο πόλεμος είναι το ίδιο σκληρός με όλους και ακόμα και οι πνευματικοί άνθρωποι περιμένουν στην ουρά για ένα πιάτο φαγητό και ένα κομμάτι ψωμί. Η αξιοπρέπεια και η ανωτερότητα υποχωρούν μπροστά στην ανάγκη ικανοποίησης του αισθήματος της πείνας. Ο ξεπεσμός και η ταπείνωση είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των ανθρώπων που άλλοτε είχαν γνωρίσει μεγάλες στιγμές δόξας. Η συγγραφέας, μέσω της ηρωίδας της, φαίνεται ν'αντικρίζει με ειρωνική ματιά τους καλλιτέχνες που δε δημιουργούν πια αλλά τρέχουν για το συσσίτιο σαν επαίτες.
- Δεύτερη στιγμή: μια αντικατοχική διαδήλωση που αφήνει πίσω της πολλούς νεκρούς.Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη διαδήλωση κατά των δυνάμεων κατοχής στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 1943. Η διαδήλωση έχει παλλαϊκό χαρακτήρα και όλοι οι άνθρωποι ενωμένοι σαν μια γροθιά ξεχύνονται στους δρόμους για το κοινό καλό και το κοινό όραμα της απελευθέρωσης. Το φρόνημα του κόσμου που συμμετέχει στη διαδήλωση είναι σθεναρό και η συναδέλφωση ισχυρή. Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής φέρονται με απίστευτη σκληρότητα και σπέρνουν αδιακρίτως τον θάνατο. Οι άνθρωποι που συμμετέχουν στη διαδήλωση είναι κυρίως άνθρωποι που ανήκουν στα λαϊκά στρώματα και έχουν μνήμες από παλαιότερους εθνικούς αγώνες , όπως η μικρασιατική εκστρατεία. Στο τέλος της σκηνής η συγγραφέας κάνει λόγο για τη συνάντηση της Πολυξένης μ' έναν αξιωματικό την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι της. Η συγγραφέας αντιπαραθέτει στον αληθινό αγώνα του απλού λαού που δε δίσταζε να θυσιάσει τη ζωή του την αδιάφορη στάση πολλών αξιωματικών που αδιαφορούσαν για τις τραγικές συνθήκες ζωής των ανθρώπων και συνεργάζονταν με τις δυνάμεις κατοχής. Το απόσπασμα καταλήγει με μία φράση που λειτουργεί ως προμήνυμα του εμφυλίου που ακολούθησε την απελευθέρωση.
Παράλληλο κείμενο
Η μεγάλη έξοδος, Ο.Ελύτης
Τίς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστική
τά παιδιά καί λάβανε τήν ἀπόφαση, ἐπειδή τά κακά μαντάτα πλήθαιναν στήν
πρωτεύουσα, νά βγοῦν ἔξω σέ δρόμους καί σέ πλατεῖες μέ τό μόνο πρᾶγμα
πού τούς εἶχε ἀπομείνει: μιά παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ’ ἀνοιχτό πουκάμισο,
μέ τίς μαῦρες τρίχες καί τό σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου είχε κράτος ἡ
Ἄνοιξη.
Καί ἐπειδή σίμωνε ἡ μέρα πού τό Γένος
εἶχε συνήθειο νά γιορτάζει τόν ἄλλο Σηκωμό, τή μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε
γιά τήν Ἔξοδο. Καί νωρίς ἐβγήκανε καταμπροστά στόν ἥλιο, μέ πάνου ὡς
κάτου ἁπλωμένη τήν ἀφοβιά σά σημαία, οἱ νέοι μέ τά πρησμένα πόδια πού
τούς έλεγαν ἀλῆτες. Καί ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, καί γυναῖκες, καί
λαβωμένοι μέ τόν ἐπίδεσμο καί τά δεκανίκια. Ὅπου έβλεπες ἄξαφνα στήν ὄψη
τους τόσες χαρακιές, πού ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σέ
λίγην ὥρα.
Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο,
μαθαίνοντες οἱ Ἄλλοι, σφοδρά ταράχτηκαν. Καί φορές τρεῖς μέ τό μάτι
ἀναμετρῶντας τό ἔχει τους, λάβανε τήν ἀπόφαση νά βγοῦν ἔξω σέ δρόμους
καί σέ πλατεῖες, μέ τό μόνο πρᾶγμα πού τούς εἶχε ἀπομείνει: μιά πήχη
φωτιά κάτω ἀπ’ τά σίδερα, μέ τίς μαῦρες κάνες καί τά δόντια τοῦ ἥλιου.
Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε ἀνθός, δάκρυο ποτέ δέν ἔβγαλαν. Καί χτυπούσανε
ὅπου νά ‘ναι, σφαλῶντας τά βλέφαρα μέ ἀπόγνωση. Καί ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τούς
κυρίευε. Σάν νά μήν ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλακέρη τή γῆ, γιά νά
περάσει ἡ Ἄνοιξη παρά μονάχα αὐτός, καί νά τόν εἶχαν πάρει ἀμίλητοι,
κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ’ ἀπ’ τήν ἄκρη τῆς ἀπελπισιᾶς, τή Γαλήνη πού
έμελλαν νά γίνουν, οἱ νέοι μέ τά πρησμένα πόδια πού τούς έλεγαν ἀλῆτες,
καί οἱ ἄντρες, καί οἱ γυναῖκες, καί οἱ λαβωμένοι μέ τόν ἐπίδεσμο καί τά
δεκανίκια.
Καί περάσανε μέρες πολλές μέσα σέ λίγην
ὥρα. Καί θερίσανε πλῆθος τά θηρία, καί άλλους ἐμάζωξαν. Καί τήν άλλη
μέρα ἐστήσανε στόν τοῖχο τριάντα.
Σχόλια