Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

Δείτε εδώ το αφιέρωμα της Καθημερινής 

Ο Νίκος - Γαβριήλ Πεντζίκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, τέταρτο παιδί του Γαβριήλ Πεντζίκη και της Μαρίας το γένος Ιωαννίδου. Είχε τρεις αδερφές, από τις οποίες η Χρυσούλα ήταν η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός και η μητέρα του δασκάλα. Στο δημοτικό σχολείο πήγε για πρώτη φορά το 1919 στην έκτη τάξη· τα προηγούμενα χρόνια είχε κάνει μαθήματα στο σπίτι. Το 1921 ταξίδεψε με την οικογένειά του στη Βουδαπέστη, το Βελιγράδι και τη Βιέννη. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών συνέταξε μια Παγκόσμια Γεωγραφία που εγκρίθηκε αρχικά από το Υπουργείο Παιδείας, η έγκριση ωστόσο ανακλήθηκε όταν έγινε γνωστή η ηλικία του. Τότε άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1926 έφυγε για σπουδές Οπτικής και Φαρμακευτικής στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Γιάννη Ψυχάρη, και μετά από δυο χρόνια πήρε πτυχίο Φυσιολογίας οπτικής. Το 1927 πέθανε ο πατέρας του και η οικογένεια αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες. Από 1928 ως το 1929 σπούδασε Φαρμακευτική και Βοτανική στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου · αποφοίτησε το 1929. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και από το 1930 ως το 1955 ανέλαβε το φαρμακείο του πατέρα του, που έγινε ένα από τα γνωστότερα λογοτεχνικά στέκια της πόλης. Από το 1953 και ως το 1969 εργάστηκε ως ιατρικός επισκέπτης. Το 1933 επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Άγιο Όρος (ώς το θάνατό του ξαναπήγε ενενηντατρείς φορές), όπου ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική. Το 1940 επιστρατεύτηκε και εκπαιδεύτηκε στο Ληγουριό, δεν πρόλαβε ωστόσο να πολεμήσει, καθώς προηγήθηκε η συνθηκολόγηση με τους γερμανούς. Το 1943 γράφτηκε στο Κ.Κ.Ε. Ένα χρόνο αργότερα συμμετείχε για πρώτη φορά σε έκθεση ζωγραφικής στο ανθοπωλείο Ευρυβιάδη Κωνσταντινίδη. Το 1946 αναγκάστηκε για οικονομικούς λόγους να συνεταιριστεί στο πατρικό φαρμακείο. Το 1948 παντρεύτηκε τη Νίκη Λαζαρίδου, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Γαβριήλ. Γύρω στο 1967 ξεκίνησε η σταδιακή ψυχική απομάκρυνσή του από τα εγκόσμια και η καθημερινή του ενασχόληση με τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, που κράτησε ώς το τέλος της ζωής του και σημάδεψε την μετέπειτα καλλιτεχνική του παραγωγή. Ταξίδεψε στην Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αγγλία και το Στρασβούργο, (1986 και 1989). Ως ζωγράφος πήρε μέρος σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού (Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης (1951), Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης (1952), γκαλερί Ζυγός της Αθήνας (1958),αίθουσα Τέχνη (1960 και 1966), όγδοη Πανελλήνια Έκθεση Θεσσαλονίκης (1965), Ινστιτούτο Goethe της Αθήνας (1969), Κύπρος (1970), Λονδίνο (1971), γκαλερί Κρεωνίδη (1976),γκαλερί Κοχλίας (1982), Ιταλία (1984), Εθνική Πινακοθήκη (1985), Βελίδειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (1985), Κιλκίς (1986), Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο (1986) και αλλού). Πέθανε από καρδιακή ανακοπή το 1993.
Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1934 με το μυθιστόρημα Ανδρέας Δημακούδης (ένας νέος μονάχος), υπογράφοντας ως Κοσμάς Σταυράκιος. Από το 1935 άρχισε η μακρόχρονη συνεργασία του με πολλά περιοδικά και εφημερίδες της Θεσσαλονίκης (Το 3ο μάτι, Μακεδονικές Ημέρες, Φιλολογικά Χρονικά, Κοχλίας - του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος από το 1945 -, Το Φύλλο του Λαού, Η Δευτέρα, ο Αιώνας μας, Μορφές, Σημερινά Γράμματα, Διαγώνιος, Ενδοχώρα, Ευθύνη κ.α.), όπου δημοσίευσε πεζογραφήματα, ποιήματα, μεταφράσεις και άρθρα . Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, ιταλικά, ολλανδικά και γερμανικά. Τιμήθηκε με τη γαλλική διάκριση Palmes d’ Officier d’ Academie (1952), τον Αργυρό σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα (1971), το οφφίκιο του Μεγάλου Άρχοντος Μυρεψού της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας (1971), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1982 για το έργο του Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία) το βραβείο Gottfried - Herder στη Βιέννη (1989). Το 1988 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πήρε μέρος σε τηλεοπτικές εκπομπές λόγου και σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις και έδωσε πολλές διαλέξεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το λογοτεχνικό έργο του Νίκου - Γαβριήλ Πεντζίκη εντάσσεται τυπικά στη γενιά του ’30 και μάλιστα ανάμεσα στους πρωτοπόρους συγγραφείς που εισηγήθηκαν τη συνειρμική γραφή υπό την επίδραση του μοντερνισμού στη νεοελληνική πεζογραφία. Διαχωρίζεται ωστόσο από τους συγχρόνους του, κυρίως λόγω της έντασης με την οποία οικειοποιήθηκε και αξιοποίησε τόσο τα σύγχρονά του λογοτεχνικά ρεύματα, όσο και την παράδοση της νεοελληνικής πεζογραφίας στο πλαίσιο της ορθοδοξίας (όπως αυτή καλλιεργήθηκε κυρίως από τον Παπαδιαμάντη). Κάποια από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του πολύμορφου έργου του είναι η ευρεία θεματική του (που πηγάζει από ιστορικά, γεωγραφικά, λογοτεχνικά, θρησκευτικά και άλλα συμφραζόμενα), η συχνή χρήση του εσωτερικού μονολόγου και της μεταφοράς με παραπομπές στη βυζαντινή εικαστική τέχνη, η θρησκευτική προσήλωση και η μεγάλη αγάπη του για τη γενέτειρά του.


Πηγή: http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=node&cnode=461&t=330



Ζωγράφος αυτοδίδακτος («μα κάθε άλλο παρά απλοϊκός και άτσαλος») ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993), πλούτισε τη νεοελληνική ζωγραφική με καινούρια πρωτοφανέρωτα χαρακτηριστικά. Aναθρεμμένος στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, βαθύς γνώστης της βυζαντινής γραμματείας και τέχνης, αλλά και κάτοχος, από πολύ νωρίς, όλων των ρευμάτων και των τάσεων του ευρωπαϊκoύ μοντερνισμού και της avant-guard, συνδύασε στα έργα του την παράδοση με στοιχεία των μετεμπρεσιονιστών (Seurat) φτάνοντας σε εντελώς προσωπικές διατυπώσεις. Η ζωγραφική του Πεντζίκη είναι σε άμεση συνάρτηση με τον πνευματικό του κόσμο, τον ιδιαίτερο ψυχισμό του, τα νεωτερικά, τόσο τολμηρά πεζογραφήματά του. Όπως τόσες φορές είχε πει, το κέντρο αλλά και το έναυσμα της καλλιτεχνικής του παραγωγής ήταν η ορθόδοξη πίστη και τα πατερικά κείμενα. Έζησε και πέθανε στη «Μητέρα Θεσσαλονίκη». Σπούδασε φαρμακευτική και εφηρμοσμένη οπτική στο Στρασβούργο και στο Παρίσι (1926-1929). Τα χρόνια 1930-1955 διηύθυνε το φαρμακείο που κληρονόμησε από τον πατέρα του στην οδό Εγνατία και το διάστημα 1955-1968 εργάστηκε σε φαρμακευτική εταιρεία. Πρωτοπαρουσίασε ζωγραφική του το 1944, έχοντας ήδη βρει τη φωνή του στην πεζογραφία και την ποίηση, έχοντας εκδώσει δηλαδή τα πεζογραφήματα Ανδρέας Δημακούδης και Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, καθώς και την ποιητική συλλογή Εικόνες. Η ουσιαστική εικαστική του παιδεία τον ώθησε στη συγγραφή τεχνοκριτικών σημειωμάτων και μελετών (για τον Παπαλουκά, για τον Γκίκα). Τα πρώτα χρόνια ζωγραφίζει με μολύβια και λάδια, όμως πολύ νωρίς στρέφεται στην τέμπερα, που θα χρησιμοποιήσει ως το τέλος, γιατί θεωρεί το λάδι αισθησιακό. Αυτή την πρώτη περίοδο (1950-1967) αποτυπώνει το μακεδονίτικο τοπίο και τη βλάστησή του, αλλά και τη γενέθλια πόλη με τα λαϊκά σπίτια και τις βυζαντινές εκκλησιές. Yιοθετώντας τις λύσεις του pointillisme, διαρθρώνει συνθέσεις μεταϊμπρεσιονιστικής αντίληψης, στις οποίες το χρώμα παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Κυριαρχεί η μικρή κοφτή πινελιά σε αλλεπάλληλα στρώματα, σε έργα λυρικά, όλο χρωματικές αρμονίες, δίχως προοπτική και φωτοσκιάσεις. Στη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του (1967-1993) χρησιμοποιεί την αυτοσχέδια, εξαντλητική μέθοδο της ψηφαρίθμησης. Σελίδες από το Συναξαριστή του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη (αλλά και ερωτικές επιστολές, καρτ-ποστάλ, τοπωνύμια) δίνουν καθημερινά, μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του, την πρώτη ύλη της εργασίας, και ο Πεντζίκης προσπαθεί να «μεταγλωτίσσει» σε χρώματα την αρμονία και το πνεύμα του ιερού βιβλίου που χρησιμοποιεί. Το συναξάρι της κάθε μέρας (μπολιασμένο με αυτά τα άλλα κείμενα) αποδομείται σε λέξεις, η κάθε λέξη σε γράμματα, κάθε γράμμα σε αριθμό, που ο καθένας αντιστοιχεί σε ένα χρώμα. 1=μπλε, 2=κίτρινο, 5=πορτοκαλί κλπ. Τα θρησκευτικά θέματα, αναγκαστικά, πληθαίνουν και τα χρώματα γίνονται πιο υποβλητικά, σκουραίνουν. Βυζαντινός και ευρωπαίος, πολύπλοκος και αθώος, ορθόδοξος και μοντέρνος, ο Πεντζίκης, κέντησε με αναρίθμητες πινελιές, με απέραντη αγάπη και υπομονή, ένα μυστικό τοπίο όπου αναδύονται οι σχέσεις του ανθρώπου με το απόλυτο – όπου όμως ο ερμητισμός και η συμβολική προέκταση δεν θαμπώνουν τα ακριβά υλικά της ζωής, την ανήσυχη πραγματογνωσία μιας σύγχρονης ζωγραφικής συνείδησης. Πηγή: www.lifo.gr
Ζωγράφος αυτοδίδακτος («μα κάθε άλλο παρά απλοϊκός και άτσαλος») ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993), πλούτισε τη νεοελληνική ζωγραφική με καινούρια πρωτοφανέρωτα χαρακτηριστικά. Aναθρεμμένος στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, βαθύς γνώστης της βυζαντινής γραμματείας και τέχνης, αλλά και κάτοχος, από πολύ νωρίς, όλων των ρευμάτων και των τάσεων του ευρωπαϊκoύ μοντερνισμού και της avant-guard, συνδύασε στα έργα του την παράδοση με στοιχεία των μετεμπρεσιονιστών (Seurat) φτάνοντας σε εντελώς προσωπικές διατυπώσεις. Η ζωγραφική του Πεντζίκη είναι σε άμεση συνάρτηση με τον πνευματικό του κόσμο, τον ιδιαίτερο ψυχισμό του, τα νεωτερικά, τόσο τολμηρά πεζογραφήματά του. Όπως τόσες φορές είχε πει, το κέντρο αλλά και το έναυσμα της καλλιτεχνικής του παραγωγής ήταν η ορθόδοξη πίστη και τα πατερικά κείμενα. Έζησε και πέθανε στη «Μητέρα Θεσσαλονίκη». Σπούδασε φαρμακευτική και εφηρμοσμένη οπτική στο Στρασβούργο και στο Παρίσι (1926-1929). Τα χρόνια 1930-1955 διηύθυνε το φαρμακείο που κληρονόμησε από τον πατέρα του στην οδό Εγνατία και το διάστημα 1955-1968 εργάστηκε σε φαρμακευτική εταιρεία. Πρωτοπαρουσίασε ζωγραφική του το 1944, έχοντας ήδη βρει τη φωνή του στην πεζογραφία και την ποίηση, έχοντας εκδώσει δηλαδή τα πεζογραφήματα Ανδρέας Δημακούδης και Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, καθώς και την ποιητική συλλογή Εικόνες. Η ουσιαστική εικαστική του παιδεία τον ώθησε στη συγγραφή τεχνοκριτικών σημειωμάτων και μελετών (για τον Παπαλουκά, για τον Γκίκα). Τα πρώτα χρόνια ζωγραφίζει με μολύβια και λάδια, όμως πολύ νωρίς στρέφεται στην τέμπερα, που θα χρησιμοποιήσει ως το τέλος, γιατί θεωρεί το λάδι αισθησιακό. Αυτή την πρώτη περίοδο (1950-1967) αποτυπώνει το μακεδονίτικο τοπίο και τη βλάστησή του, αλλά και τη γενέθλια πόλη με τα λαϊκά σπίτια και τις βυζαντινές εκκλησιές. Yιοθετώντας τις λύσεις του pointillisme, διαρθρώνει συνθέσεις μεταϊμπρεσιονιστικής αντίληψης, στις οποίες το χρώμα παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Κυριαρχεί η μικρή κοφτή πινελιά σε αλλεπάλληλα στρώματα, σε έργα λυρικά, όλο χρωματικές αρμονίες, δίχως προοπτική και φωτοσκιάσεις. Στη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του (1967-1993) χρησιμοποιεί την αυτοσχέδια, εξαντλητική μέθοδο της ψηφαρίθμησης. Σελίδες από το Συναξαριστή του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη (αλλά και ερωτικές επιστολές, καρτ-ποστάλ, τοπωνύμια) δίνουν καθημερινά, μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του, την πρώτη ύλη της εργασίας, και ο Πεντζίκης προσπαθεί να «μεταγλωτίσσει» σε χρώματα την αρμονία και το πνεύμα του ιερού βιβλίου που χρησιμοποιεί. Το συναξάρι της κάθε μέρας (μπολιασμένο με αυτά τα άλλα κείμενα) αποδομείται σε λέξεις, η κάθε λέξη σε γράμματα, κάθε γράμμα σε αριθμό, που ο καθένας αντιστοιχεί σε ένα χρώμα. 1=μπλε, 2=κίτρινο, 5=πορτοκαλί κλπ. Τα θρησκευτικά θέματα, αναγκαστικά, πληθαίνουν και τα χρώματα γίνονται πιο υποβλητικά, σκουραίνουν. Βυζαντινός και ευρωπαίος, πολύπλοκος και αθώος, ορθόδοξος και μοντέρνος, ο Πεντζίκης, κέντησε με αναρίθμητες πινελιές, με απέραντη αγάπη και υπομονή, ένα μυστικό τοπίο όπου αναδύονται οι σχέσεις του ανθρώπου με το απόλυτο – όπου όμως ο ερμητισμός και η συμβολική προέκταση δεν θαμπώνουν τα ακριβά υλικά της ζωής, την ανήσυχη πραγματογνωσία μιας σύγχρονης ζωγραφικής συνείδησης. Πηγή: www.lifo.gr
Ζωγράφος αυτοδίδακτος («μα κάθε άλλο παρά απλοϊκός και άτσαλος») ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993), πλούτισε τη νεοελληνική ζωγραφική με καινούρια πρωτοφανέρωτα χαρακτηριστικά. Aναθρεμμένος στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, βαθύς γνώστης της βυζαντινής γραμματείας και τέχνης, αλλά και κάτοχος, από πολύ νωρίς, όλων των ρευμάτων και των τάσεων του ευρωπαϊκoύ μοντερνισμού και της avant-guard, συνδύασε στα έργα του την παράδοση με στοιχεία των μετεμπρεσιονιστών (Seurat) φτάνοντας σε εντελώς προσωπικές διατυπώσεις. Η ζωγραφική του Πεντζίκη είναι σε άμεση συνάρτηση με τον πνευματικό του κόσμο, τον ιδιαίτερο ψυχισμό του, τα νεωτερικά, τόσο τολμηρά πεζογραφήματά του. Όπως τόσες φορές είχε πει, το κέντρο αλλά και το έναυσμα της καλλιτεχνικής του παραγωγής ήταν η ορθόδοξη πίστη και τα πατερικά κείμενα. Έζησε και πέθανε στη «Μητέρα Θεσσαλονίκη». Σπούδασε φαρμακευτική και εφηρμοσμένη οπτική στο Στρασβούργο και στο Παρίσι (1926-1929). Τα χρόνια 1930-1955 διηύθυνε το φαρμακείο που κληρονόμησε από τον πατέρα του στην οδό Εγνατία και το διάστημα 1955-1968 εργάστηκε σε φαρμακευτική εταιρεία. Πρωτοπαρουσίασε ζωγραφική του το 1944, έχοντας ήδη βρει τη φωνή του στην πεζογραφία και την ποίηση, έχοντας εκδώσει δηλαδή τα πεζογραφήματα Ανδρέας Δημακούδης και Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, καθώς και την ποιητική συλλογή Εικόνες. Η ουσιαστική εικαστική του παιδεία τον ώθησε στη συγγραφή τεχνοκριτικών σημειωμάτων και μελετών (για τον Παπαλουκά, για τον Γκίκα). Τα πρώτα χρόνια ζωγραφίζει με μολύβια και λάδια, όμως πολύ νωρίς στρέφεται στην τέμπερα, που θα χρησιμοποιήσει ως το τέλος, γιατί θεωρεί το λάδι αισθησιακό. Αυτή την πρώτη περίοδο (1950-1967) αποτυπώνει το μακεδονίτικο τοπίο και τη βλάστησή του, αλλά και τη γενέθλια πόλη με τα λαϊκά σπίτια και τις βυζαντινές εκκλησιές. Yιοθετώντας τις λύσεις του pointillisme, διαρθρώνει συνθέσεις μεταϊμπρεσιονιστικής αντίληψης, στις οποίες το χρώμα παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Κυριαρχεί η μικρή κοφτή πινελιά σε αλλεπάλληλα στρώματα, σε έργα λυρικά, όλο χρωματικές αρμονίες, δίχως προοπτική και φωτοσκιάσεις. Στη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του (1967-1993) χρησιμοποιεί την αυτοσχέδια, εξαντλητική μέθοδο της ψηφαρίθμησης. Σελίδες από το Συναξαριστή του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη (αλλά και ερωτικές επιστολές, καρτ-ποστάλ, τοπωνύμια) δίνουν καθημερινά, μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του, την πρώτη ύλη της εργασίας, και ο Πεντζίκης προσπαθεί να «μεταγλωτίσσει» σε χρώματα την αρμονία και το πνεύμα του ιερού βιβλίου που χρησιμοποιεί. Το συναξάρι της κάθε μέρας (μπολιασμένο με αυτά τα άλλα κείμενα) αποδομείται σε λέξεις, η κάθε λέξη σε γράμματα, κάθε γράμμα σε αριθμό, που ο καθένας αντιστοιχεί σε ένα χρώμα. 1=μπλε, 2=κίτρινο, 5=πορτοκαλί κλπ. Τα θρησκευτικά θέματα, αναγκαστικά, πληθαίνουν και τα χρώματα γίνονται πιο υποβλητικά, σκουραίνουν. Βυζαντινός και ευρωπαίος, πολύπλοκος και αθώος, ορθόδοξος και μοντέρνος, ο Πεντζίκης, κέντησε με αναρίθμητες πινελιές, με απέραντη αγάπη και υπομονή, ένα μυστικό τοπίο όπου αναδύονται οι σχέσεις του ανθρώπου με το απόλυτο – όπου όμως ο ερμητισμός και η συμβολική προέκταση δεν θαμπώνουν τα ακριβά υλικά της ζωής, την ανήσυχη πραγματογνωσία μιας σύγχρονης ζωγραφικής συνείδησης. Πηγή: www.lifo.gr
Ζωγράφος αυτοδίδακτος («μα κάθε άλλο παρά απλοϊκός και άτσαλος») ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993), πλούτισε τη νεοελληνική ζωγραφική με καινούρια πρωτοφανέρωτα χαρακτηριστικά. Aναθρεμμένος στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη, βαθύς γνώστης της βυζαντινής γραμματείας και τέχνης, αλλά και κάτοχος, από πολύ νωρίς, όλων των ρευμάτων και των τάσεων του ευρωπαϊκoύ μοντερνισμού και της avant-guard, συνδύασε στα έργα του την παράδοση με στοιχεία των μετεμπρεσιονιστών (Seurat) φτάνοντας σε εντελώς προσωπικές διατυπώσεις. Η ζωγραφική του Πεντζίκη είναι σε άμεση συνάρτηση με τον πνευματικό του κόσμο, τον ιδιαίτερο ψυχισμό του, τα νεωτερικά, τόσο τολμηρά πεζογραφήματά του. Όπως τόσες φορές είχε πει, το κέντρο αλλά και το έναυσμα της καλλιτεχνικής του παραγωγής ήταν η ορθόδοξη πίστη και τα πατερικά κείμενα. Έζησε και πέθανε στη «Μητέρα Θεσσαλονίκη». Σπούδασε φαρμακευτική και εφηρμοσμένη οπτική στο Στρασβούργο και στο Παρίσι (1926-1929). Τα χρόνια 1930-1955 διηύθυνε το φαρμακείο που κληρονόμησε από τον πατέρα του στην οδό Εγνατία και το διάστημα 1955-1968 εργάστηκε σε φαρμακευτική εταιρεία. Πρωτοπαρουσίασε ζωγραφική του το 1944, έχοντας ήδη βρει τη φωνή του στην πεζογραφία και την ποίηση, έχοντας εκδώσει δηλαδή τα πεζογραφήματα Ανδρέας Δημακούδης και Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, καθώς και την ποιητική συλλογή Εικόνες. Η ουσιαστική εικαστική του παιδεία τον ώθησε στη συγγραφή τεχνοκριτικών σημειωμάτων και μελετών (για τον Παπαλουκά, για τον Γκίκα). Τα πρώτα χρόνια ζωγραφίζει με μολύβια και λάδια, όμως πολύ νωρίς στρέφεται στην τέμπερα, που θα χρησιμοποιήσει ως το τέλος, γιατί θεωρεί το λάδι αισθησιακό. Αυτή την πρώτη περίοδο (1950-1967) αποτυπώνει το μακεδονίτικο τοπίο και τη βλάστησή του, αλλά και τη γενέθλια πόλη με τα λαϊκά σπίτια και τις βυζαντινές εκκλησιές. Yιοθετώντας τις λύσεις του pointillisme, διαρθρώνει συνθέσεις μεταϊμπρεσιονιστικής αντίληψης, στις οποίες το χρώμα παίζει τον πρωτεύοντα ρόλο. Κυριαρχεί η μικρή κοφτή πινελιά σε αλλεπάλληλα στρώματα, σε έργα λυρικά, όλο χρωματικές αρμονίες, δίχως προοπτική και φωτοσκιάσεις. Στη δεύτερη περίοδο της ζωγραφικής του (1967-1993) χρησιμοποιεί την αυτοσχέδια, εξαντλητική μέθοδο της ψηφαρίθμησης. Σελίδες από το Συναξαριστή του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτη (αλλά και ερωτικές επιστολές, καρτ-ποστάλ, τοπωνύμια) δίνουν καθημερινά, μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του, την πρώτη ύλη της εργασίας, και ο Πεντζίκης προσπαθεί να «μεταγλωτίσσει» σε χρώματα την αρμονία και το πνεύμα του ιερού βιβλίου που χρησιμοποιεί. Το συναξάρι της κάθε μέρας (μπολιασμένο με αυτά τα άλλα κείμενα) αποδομείται σε λέξεις, η κάθε λέξη σε γράμματα, κάθε γράμμα σε αριθμό, που ο καθένας αντιστοιχεί σε ένα χρώμα. 1=μπλε, 2=κίτρινο, 5=πορτοκαλί κλπ. Τα θρησκευτικά θέματα, αναγκαστικά, πληθαίνουν και τα χρώματα γίνονται πιο υποβλητικά, σκουραίνουν. Βυζαντινός και ευρωπαίος, πολύπλοκος και αθώος, ορθόδοξος και μοντέρνος, ο Πεντζίκης, κέντησε με αναρίθμητες πινελιές, με απέραντη αγάπη και υπομονή, ένα μυστικό τοπίο όπου αναδύονται οι σχέσεις του ανθρώπου με το απόλυτο – όπου όμως ο ερμητισμός και η συμβολική προέκταση δεν θαμπώνουν τα ακριβά υλικά της ζωής, την ανήσυχη πραγματογνωσία μιας σύγχρονης ζωγραφικής συνείδησης. Πηγή: www.lifo.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ 369-529

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ

Ευριπίδη Ελένη-Β επεισόδιο, 4η σκηνή