Ελισάβετ Μουτσάν-Μαρτινέγκου,Ελένη Αλταμούρα-Μπούκουρα, Πηνελόπη Δέλτα

Τρία κείμενα που θα μελετηθούν παράλληλα....Σε πρώτη φάση ξεκινάμε με  την αξιοποίηση οπτικοακουστικού υλικού  και συνεχίζουμε με την ανάγνωση των κειμένων. Θα ακολουθήσουν φύλλα εργασίας με ομαδοσυνεργατικές δραστηριότητες και έμφαση στη δημιουργική γραφή.


ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΣΑ(Ν) – ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ (1801-1832)

Βιογραφικό Σημείωμα

Η Ελισάβετ Μουτσά(ν) γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, κόρη του Φραγκίσκου Μουτσά(ν) και της Αγγελικής το γένος Σιγούρου. Οι γονείς της κατάγονταν από αριστοκρατικές οικογένειες της Ζακύνθου και ο πατέρας της ασχολήθηκε με την πολιτική. Η Ελισάβετ μεγάλωσε σε αυστηρό, κλειστό περιβάλλον, ασχολήθηκε ωστόσο με τα γράμματα από νεαρή ηλικία. Γνώριζε την ιταλική και τη γαλλική γλώσσα και επηρεάστηκε από τους τρεις δασκάλους της, τον Γεώργιο Τσουκαλά, τον Θεοδόσιο Δημάδη και τον Βασίλειο Ρομαντζά, όλοι κατώτεροι ορθόδοξοι κληρικοί. Το 1831, μετά από απόφαση της οικογένειάς της παντρεύτηκε τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της Νικόλαο Μαρτινέγκο, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο τον Ελισσαβέτιο, λίγες ώρες μετά τη γέννηση του οποίου πέθανε από επιπλοκές στον τοκετό. Στο χώρο της λογοτεχνίας η Μαρτινέγκου έγραψε έργα για το θέατρο, δύο πεζές μεταφράσεις, της Οδύσσειας του Ομήρου και του Προμηθέα δεσμώτη του Αισχύλου. Έγραψε επίσης οικονομικές και ποιητικές μελέτες, καθώς επίσης ποιήματα και θεατρικά έργα στο ιταλικά. Παρά τον μεγάλο όγκο του συγγραφικού της έργου, το μόνο που σώθηκε ακέραιο είναι η Αυτοβιογραφία της, την οποία εξέδωσε ο γιος της το 1881. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Ελισάβετ Μουτζάν – Μαρτινέγκου βλ. Αβουρής Σπύρος, «Μαρτινέγκου – Μουτσάν Ελισσάβετ», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. , Κεχαγιόγλου Γιώργος, «Ελισάβετ Μουτσά(ν) – Μαρτινέγκου», Η παλιότερη πεζογραφία μας• Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμοΒ΄,1, σ.228-240. Αθήνα, Σοκόλης, 1999 και χ.σ., «Μαρτινέγκου Ελισσάβετ», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια16. Αθήνα, Πυρσός, 1931.


Πηγή:  http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=608 

 Στις ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα: http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/literature_history/search.html?details=62

Ελισάβετ, Πνεύμα της φωτιάς from nataliekatsou on Vimeo.

Ελένη ή ο κανένας, Ρ.Γαλανάκη




Ελένη Μπούκουρα - Αλταμούρα, 1821 – 1900

Αυτοπροσωπογραφία της Ελένης Μπούκουρα με στολή μοναχούΑυτοπροσωπογραφία της Ελένης Μπούκουρα με στολή μοναχού
Η πρώτη ελληνίδα ζωγράφος, με πολυτάραχο και τραγικό βίο.
Γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες και ήταν κόρη του αρβανίτη καραβοκύρη και πρώτου θεατρώνη της Αθήνας Γιάννη Μπούκουρα, με καταγωγή από τη Γορτυνία. Από μικρή έδειξε το ταλέντο της στη ζωγραφική και ο πατέρας της δεν της χάλασε το χατήρι. Έλαβε μαθήματα κατ' οίκον από τον ιταλό ζωγράφο Ραφαέλο Τσέκολι, καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, με συστατική επιστολή του οποίου συνέχισε τις σπουδές της στην Ιταλία.
Μεταμφιεσμένη σε άνδρα, με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρας, παραβίασε το καλλιτεχνικό άβατο της εποχής και μαθήτευσε στο εργαστήρι του ζωγράφου και γαριβαλδινού επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα στη Νεάπολη (Νάπολι).
Η Ελένη ερωτεύθηκε τον κατά τέσσερα χρόνια μικρότερο δάσκαλό της και μαζί του απέκτησε τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει τη σχέση της, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε κι έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους Αλέξανδρο.
Η Ελένη επέστρεψε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο παιδιά της, τον Ιωάννη και τη Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε νεαρές Αθηναίες. Όμως, το 1872 η κόρη της αρρώστησε από φυματίωση και για λόγους υγείας οι δύο γυναίκες μετακόμισαν στις Σπέτσες. Τελικά, η Σοφία δεν απέφυγε το μοιραίο και πέθανε στα τέλη του 1872, σε ηλικία μόλις 18 ετών.
Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και επέστρεψε στην Αθήνα, γεμίζοντας με χαρά τη χαροκαμένη μάνα. Όμως, η χαρά της δεν κράτησε πολύ. Ο Ιωάννης, που διακρίθηκε για τις θαλασσογραφίες του, προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών.
Η απώλεια των παιδιών της προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην Ελένη και την οδήγησε στην τρέλα. Σε ηλικία 60 ετών επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε σχεδόν όλα τα ζωγραφικά της έργα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900 και κηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας των Σπετσών. Αργότερα, τα οστά της, όπως και εκείνα της Σοφίας και του Ιωάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A' Νεκροταφείο Αθηνών, στον κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρα - Aλταμούρα.
Η τραγική ζωή της Ελένης Μπούκουρα - Αλταμούρα έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος (Ρέα Γαλανάκη:«Ελένη ή ο κανένας», εκδ. Άγρα, 1998) κι ενός θεατρικού έργου (Κώστας Ασημακόπουλος «Ελένη Αλταμούρα», εκδ Δωδώνη, 2005)

Οι μύθοι της οικογένειας Αλταμούρα

Η πρώτη ελληνίδα ζωγράφος που μεταμφιέστηκε σε άνδρα

 Πηνελόπη Δέλτα, Οι πρώτες ενθυμήσεις






 





Οι πρώτες ενθυμήσεις(απόσπασμα)
 
Τη μητέρα μου τη λάτρευα. Από τα πρώτα χρόνια, όσο μακριά πάει η ενθύμηση μου, την αγαπούσα με πάθος αρρωστιάρικο.
Υψηλή, ωραία, πάντα έμορφα αν και απλά ντυμένη, ευπρόσιτη σε όλους εκτός στα παιδιά της, η μητέρα μας έστεκε μακριά μας όσο και ο πατέρας. Τη φοβούμασταν περισσότερο, γιατί ήταν πιο κοντά, περισσότερο στο σπίτι, πιο έτοιμη να τιμωρήσει από τον πατέρα που έλειπε όλην την ημέρα. Ήταν και η μητέρα αυστηρή, αυθαίρετη, τυραννική, επιβλητική. Ο λόγος της ήταν νόμος. Υπηρεσία και παιδιά διευθύνουνταν με το ραβδί. Οι μπατσιές και το τράβηγμα του αυτιού ήταν τ' αμεσότερα μέσα να την υπακούομε με το πρώτο της νόημα.




Απ' όλους μας, ο Αντώνης έχει φάγει το περισσότερο ξύλο. Σκάνταλος, ορμητικός, ανυπότακτος, γεμάτος «ιδέες», ζωή και δράση, αδιάκοπα έπεφτε σε περιπέτειες που τελείωναν με μπάτσους και τράβηγμα των  αυτιών. Τότε κοκκίνιζε ως μέσα στα μαλλιά του, ντρέπουνταν, υπέφερε στο φιλότιμο του, στην υπερηφάνεια του που ήταν μεγάλη, μα ποτέ δεν έλεγε τίποτα, ούτε έκλαιγε ποτέ, ούτε καταδέχουνταν να ξεφύγει με ένα ψέμα ή να διαμαρτυρηθεί. Σήκωνε το κεφάλι υπερήφανα, έτρωγε το ξύλο και δεν απαντούσε.
Και εμείς τα κορίτσια είχαμε για κεινον "hero workship”( ηρωολατρεία). Κοντά του σκαντάλευα κ' εγώ κ' έτρωγα μπόλικο ξύλο. Η Αλεξάνδρα ήταν η λιγότερο τιμωρημένη γιατί ήταν πάντα φρόνιμη και δεν μπλέκονταν στις δικές μας αταξίες. Η φωνή της ήταν πάντα φωνή της σοφίας.(…)

Γιατί οι γυναίκες τότε δεν ήταν εκείνο πού είναι σήμερα. Ελευθερία δράσεως, θελήσεως, ακόμα και σκέψεως δεν είχαν. Οι γυναίκες τότε ήταν υποταγμένες στον άντρα. Θέληση δική τους δεν είχαν, ούτε γνώμη, ούτε σκέψη ανόμοια με τη σκέψη του αντρός. Και μια φορά παντρεμένη, έπαυε να υπάρχει ως άτομο. Κινούνταν, δρούσε, μιλούσε, φέρουνταν στον κόσμο όπως ήθελε ο αφέντης της. Αν ήταν κοσμικός, έπρεπε να είναι και κείνη κοσμική, είτε της άρεζε ο κόσμος είτε όχι. Αν την ήθελε στο σπίτι κλεισμένη ο άντρας της, έπρεπε να κλειστεί και ας τρελαίνουνταν τον κόσμο. Επισκέψεις επιτρέπουνταν. Μα αυτές τις ανταλλαγές επισκέψεων, μόνο γυναίκες τις έκαμναν. Άντρες δεν έβλεπε η γυναίκα παρά σε γεύματα (σπάνια τον καιρό εκείνον), σε χορούς (σπανιότερους ακόμα), στον περίπατο ή στους δρόμους.

Η υποκρισία ήταν επιβεβλημένη. Μια γυναίκα κοσμική λόγου χάρη που είχε άντρα μη κοσμικό, έπρεπε, όχι μόνο να μην πηγαίνει στον κόσμο, άλλα και να λέγει πως δεν της αρέσει. Και τανάπαλιν. «Αφού του αρέσει ο κόσμος, χρεωστεί να τον ακολουθεί και κείνη.»
Πού να ταξιδέψει γυναίκα μόνη, τότε! «Αφού τον αφήνει, καλά της κάνει και παίρνει φιληνάδα.» Όλη η κοινωνία την αποδοκίμαζε και την αναθεμάτιζε.

Ούτε να πολυφροντίζει το εξωτερικό της η γυναίκα δεν έπρεπε. Καμιά δεν ομολογούσε πως αγαπούσε το λούσο, τα όμορφα φορέματα, τα διαμαντικά. «Μου τα έδωσαν, και τα φορώ γιατί μου τα έδωσαν», έλεγε η μητέρα μου, όταν τύχαινε να φορέσει κανένα στολίδι.
— «Ναι! Φορέματα τώρα!» έλεγε πάλι ή μητέρα, αν της έλεγε καμιά φιληνάδα να ράψει τούτη ή εκείνη τη μόδα. «Όποια γυναίκα έχει άντρα και παιδιά, δεν έχει καιρό για μόδες.» Αυτά ήταν για τις ξεμυαλισμένες, τις «παρίες» της κοινωνίας. Είχε και τέτοιες, και τις έδειχναν με το δάχτυλο. Χαμένα ρούχα, σου έλεγαν. Τιποτένιες γυναίκες.

Εντούτοις είχε και κομψές, και όμορφες, και καλοντυμένες, και πουδραρισμένες, και στολισμένες. Μα η ετοιμασία, η φροντίδα, το στόλισμα γίνουνταν κρυφά στην κρεβατοκάμαρα, με κλειδωμένες τις πόρτες. Όποια κοίταζε καθρέφτη, ήταν ξεμυαλισμένη. Γυναίκες και κορίτσια, σαν αντίκριζαν καθρέφτη έπρεπε να κάνουν πώς τον περιφρονούν, πώς δεν κοιτάζονται, πώς αδιαφορούν. Έξω από την κρεβατοκάμαρα, όπου γίνουνταν το στόλισμα, η γυναίκα υποτίθουνταν πως δεν ενδιαφέρεται στην εμφάνιση της.
Μα επειδή και τότε η γυναίκα ήταν γυναίκα, οι κρυφές ματιές, τα κρυφά συγυρίσματα μαλλιών ή φορέματος, το κρυφό τσίμπημα μάγουλων για να κοκκινίσουν, το κρυφό σιάξιμο καπέλου ή κολάρου, έπαιρναν κ' έδιναν.
Και, μοιραία, έκριναν και δίκαζαν και καταδίκαζαν, τα παιδιά. Ό πατέρας μας σαν έμπαινε στο σπίτι και κρέμαγε το καπέλο στην κρεμάστρα, έριχνε μια βιαστική ματιά στον καθρέφτη, έσιαζε με τη βούρτσα και το χτένι που ήταν στο ραφάκι της κρεμάστρας τα πυκνά του μαλλιά, διόρθωνε τη γραβάτα του αν είχε στραβώσει, βούρτσιζε το ρούχο του βιαστικά και πήγαινε στην τραπεζαρία με το βιαστικό του πάντα: «Σερβίρετε γρήγορα.»

Μα ο πατέρας ήταν ο αφέντης, δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Ότι έκαμνε, το έκαμνε ανοιχτά.
Όταν όμως τύχαινε να δω τη μητέρα να κρυφοκοιτάξει τον καθρέφτη, να κρυφοσηκώσει κανένα μαλλάκι κάτω από το τρίχινο διχτάκι που φορούσαν τότε στο μέτωπο, να διορθώσει κρυφά το νταντελάκι του λαιμού της ή να τεντώσει τη ζαρωμένη της φούστα, ντρεπόμουν. Και δεν ήξερα γιατί ντρεπόμουν. Μας είχαν μάθει και μας, πως ήταν κακό να κοιτάζεις στον καθρέφτη. Μα αν ήταν κακό, γιατί το έκανε ή μαμά; Και αν δεν ήταν κακό, γιατί το έκανε κρυφά;
Ο πατέρας κοίταζε στον καθρέφτη και διορθώνουνταν. Μα εκείνος το έκαμνε χωρίς να κρυφθεί. Εκείνος είχε πάντα κάποια καλή αιτία να το κάνει. Ενώ η μαμά το έκανε κρυφά, άρα ήταν κακό, άρα δεν έπρεπε να γίνεται.
Θυμούμαι ακόμα τη δυσφορία, την ψυχική ανησυχία που μ' έπιανε και με βασάνιζε κάθε φορά που τύχαινε να πιάσω επ΄ αυτοφώρω τη μητέρα σε καμιά της τέτοια κρυφή κίνηση. Και πόσο ντρέπουμουν που την είχα δει, προπάντων που, αν το  αντιλαμβάνουνταν η μητέρα, θύμωνε και ξεσπούσε σε κανένα μάλωμα:
— «Τι θες εδώ; Τι μπαίνεις κρυφά στην κάμαρα; Πήγαινε γρήγορα στο σπουδαστήριο, μη σε δείρω!»
Και έφευγα δρομέως! Τι ήθελα να το δω! Τι ήθελα στην τραπεζαρία! Τι ήθελα να μπω «κρυφά» στην κάμαρα! Πάντα «κρυφά» περπατούσαμε, μην κάνομε κρότο, μη μας ακούσουν, έξω από τις ώρες που δικαιωματικώς μπαίναμε στην τραπεζαρία ή στην κρεβα-τοκάμαρα των γονέων.
Και μαζευόμουν τρομαγμένη, και αν με ρωτούσαν τ' αδέλφια μου: «Τι έπαθες πάλι; Τι έκανες και σε μάλωσαν;» δεν έλεγα, από ντροπή, από κάποιο αίσθημα μειώσεως που δεν ήξερα να το εξηγήσω μα που πονούσε βαθιά, γιατί άγγιζε τη μητέρα, τη «θεότητα», τη λατρεμένη, που έκαμνε πράματα πού δεν έπρεπε να κάνει, που τα είχα δει, ενώ δεν έπρεπε να τα είχα δει.
Πληγές παιδικές, αυτές, που δε γιατρεύονται ποτέ.


Πηγή:  http://taenoikwkaiendimw.blogspot.gr/2014/01/blog-post_21.html

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ 369-529

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ

Ευριπίδη Ελένη-Β επεισόδιο, 4η σκηνή