Το "δικό" μας γεφύρι της Άρτας



Εργασίες δημιουργικής γραφής από τους μαθητές του Γ1 και Γ4 του 6ου Γυμνασίου Καβάλας
Αφήγηση σε α' πρόσωπο, ζωγραφική, διαφορετικό τέλος...



Διαφορετικό τέλος
Κατέβηκε τότε η καημένη
το δαχτυλίδι του Πρωτομάστορα
να πάει να βρει.
Αλλά ήταν τέτοια η μοίρα της
Ώστε στο τέλος  να χαθεί.
Αρκετή ώρα δεν πέρασε
 και δαχτυλίδι δεν ήβρε
Και φώναξε τότε στους μαστόρους
Αλυσίδα να της πετάξουνε
Να ξαναβγεί στο φως.
Μα ήτανε πλέον αργά
Όταν ο πληγωμένος πρωτομάστορας
Άρπαξε τον λίθο και ετοιμαζόταν να τον πετάξει
Μα σαν να μη το περιμένανε
Είχε ήδη νυχτώσει
Και το γιοφύρι γκρεμίστηκε στα ξαφνικά
Μαζί με όλους τους μαστόρους
Και τον πρωτομάστορα μαζί.
Στο τέλος δεν επέζησε κανείς
Μόνο το πουλί απέμεινε
Το οποίο κάθισε ήσυχα
Στον λίθο του πρωτομάστορα
Και έμεινε σιωπηλό για πάντα.
Ν.Τ.
Οι μάστορες περίμεναν την γυναίκα να έρθει, αλλά εκείνη δεν ερχόταν. Έτσι ο πρωτομάστορας έστειλε δυο αρχιμάστορες να δούνε τι συμβαίνει και αργεί. Πηγαίνουν λοιπόν να δούνε τι συμβαίνει και αργεί. Πηγαίνουν λοιπόν, χτυπάνε κανά δυο φορές και ανοίγει την πόρτα η γυναίκα.
Παρακαλώ κύριοι μου, τι θέλετε;
Σε θέλει ο άνδρας σου στο γιοφύρι, δεν σε ενημέρωσε ένα πουλί;
Συγγνώμη αλλά όχι, κανένα πουλί δεν πέρασε από δω.
Μάλιστα…Τέλος πάντων, σε ενημερώνουμε εμείς. Ετοιμάσου γρήγορα και έλα στο γεφύρι.
Εντάξει, απαντάει η γυναίκα, κλείνει την πόρτα και οι άνδρες αποχωρούν. Καθώς κατευθύνονται πάλι πίσω προς το γιοφύρι, βλέπουν κάτι σκοτωμένο στην άκρη του δρόμου. Πλησιάζουν να δουν τι είναι και μόλις το αντίκρισαν ξαφνιάστηκαν. Ήταν το πουλί που τους είχε μιλήσει προηγουμένως. Εκεί κοντά είχε και άλλα νεκρά μικρότερα πουλιά, όπου ένας κυνηγός  τα είχε σκοτώσει. Τέλος πάντων οι άνδρες φτάνουν στο γιοφύρι και πάνε κατευθείαν στον πρωτομάστορα ώστε να του παραδώσουν το τι είπαν με τη γυναίκα του. Πριν προλάβουν να τελειώσουν τον διάλογο τους, ξαφνικά εμφανίζεται η γυναίκα του πρωτομάστορα. Πλησιάζει χαμογελαστή χαιρετώντας τους μάστορες που βρίσκονταν εκεί. Βλέπει όμως τον πρωτομάστορα στεναχωρημένο και τον ρωτάει:
Γιατί αγάπη μου είσαι κακόκεφος;
Να…καθώς δούλευα, μου έπεσε η βέρα του γάμου μας στην πρώτη την καμάρα.
Μην ανησυχείς. Θα μπω εγώ και θα την βρω.
Λέει η γυναίκα και κατευθύνεται προς την καμάρα. Πριν προλάβει όμως και πατήσει το πρώτο σκαλοπάτι για να κατέβει, πετάγεται ένα ελάφι, την βάζει στη ράχη του και την παίρνει μακριά. Ο πρωτομάστορας και οι εργάτες έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Άρχισαν τότε να συζητάνε μεταξύ τους για την προέλευση του ελαφιού. Εκείνη την ώρα ακούγεται μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε:
Δεν θυσιάζουμε πρόσωπα που αγαπάμε και που μας έχουν στηρίξει στις δύσκολες στιγμές αλλά για να στεριώσει ένα γιοφύρι.
Οι εργάτες δεν ήξεραν τι ήταν ή από πού ερχόταν η φωνή αλλά ο πρωτομάστορας κοίταξε τον ουρανό και απάντησε:
Ξέρω ότι μπορεί να έκανα λάθος, αλλά πού πήγε τη γυναίκα μου το ελάφι;
Τη γυναίκα σου δεν θα την ξαναδείς ποτέ για το λάθος που έκανες.
Μόλις το άκουσε αυτό ο πρωτομάστορας, λύγισε, έπεσε στα γόνατα και έκλαιγε με λυγμούς. Τότε παραιτήθηκε από τη δουλειά του πρωτομάστορα, έφυγε από την Άρτα και από τότε δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.
Χ.Π.
Να τηνε και φάνηκε κοντά στο γιοφύρι. Την είδε ο πρωτομάστορας και έβγαλε  ένα σχέδιο. Είπε σ΄ένα μάστορα κλουβί να πάει να φέρει και να το πάει στις γριές τις μάντισσες ξόρκια να του κάνουν ώστε κανείς να μη μπορεί από αυτό το κλουβί να βγει και ως αντάλλαγμα σ΄αυτές να δώσει 300 λίρες . Αυτά είπε και έφυγε γρήγορα να πάει να το φέρει. Έπειτα έτρεξε προς τη γυναίκα του και της είπε την ιστορία και ότι πρέπει να την κατεβάσουν για λίγο στα θεμέλια ώστε το πονηρό πουλί να ξεγελάσουν και στο μαγικό κλουβί να πιάσουν να το κλείσουν. Έτσι και έκανε. Πέρασε λίγη ώρα και ήρθε ο μάστορας με το μαγικό κλουβί. Τον κρύψανε λοιπόν πίσω από το γιοφύρι και περίμεναν να ετοιμαστεί η γυναίκα του πρωτομάστορα. Όταν ετοιμάστηκε, την κατέβασαν στα θεμέλια και φωνάξαν το πουλί λέγοντας το: ‘Ελα να δεις και να μας πεις αν είναι καλά εκεί κάτω ή χρειάζεται να την κατεβάσουμε και άλλο. Και έτσι πήγε το πουλί να δει και να εγκρίνει. Και πριν προλάβει να πει κάτι, το άρπαξε ο πρωτομάστορας και το βαστούσε γερά στα δυο του χέρια. Ήρθε και ο μάστορας με το κλουβί και το κλείσαν μέσα. Ανέβασαν τη γυναίκα του πρωτομάστορα και εκείνος φώναξε οργισμένος στο τρομαγμένο πουλί: «ή θα αλλάξεις τα λόγια σου και θα τελειώσεις την κατάρα ή θα έχεις και συ τη μοίρα που θα είχε η δύσμοιρη γυναίκα μου. Το πουλί άρχισε να φωνάζει και να κάνει ξόρκια αλλά από το κλουβί δεν μπόρεσε να βγει. Πανικός το κυρίευσε και είπε: «την κατάρα αλλάζω και την κάνω ως εξής: εάν έρχεται η νύχτα, πιο γερό να είναι το γεφύρι και να μη χρειαστεί ποτέ καμιά θυσία. Γερό να είναι σαν τα βουνά και ποτέ μην πέσει. Και τώρα βγάλτε με από το μαγικό κλουβί. Πήρε τον λόγο ο πρωτομάστορας και είπε: «Θα χτιστεί πρώτα το γιοφύρι και μετά θα φύγεις» και έτσι έγινε. Το επόμενο πρωί, το γεφύρι ήταν γερό σαν βράχος και από πάνω του δεν έπεσε τη νύχτα ούτε χαλίκι και έτσι αφήσαν το πουλί να πετάξει μακριά και ως σήμερα ποτέ δεν έπεσε το γιοφύρι και έτσι η ιστορία τελείωσε με γλέντια και χαρές.
Π.Ν.
Σήκωσε το κεφάλι ο πρωτομάστορας και αντίκρυσε στα μάτια της όλη την αγάπη της γι’ αυτόν. Ένιωσε αφόρητη ντροπή για τις κακές του σκέψεις και αρκετά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Κατάλαβε πως ποτέ δεν θα μπορούσε να της κάνει κακό και θύμωσε πολύ με το πουλί το κακορίζικο. Τότε, το αρπάζει μες τη χούφτα του και το σφίγγει δυνατά και με τραχιά φωνή του λέει να αλλάξει τη μοίρα και άλλη λύση να δώσει. Έντρομο το πουλί φοβάται πως πλησιάζει ο πνιγμός του, χτυπά αλαφιασμένα τα φτερά του και παλεύει να μιλήσει. Το αφήνει ο πρωτομάστορας και ακούνε όλοι το πουλί να του λέει: «Εντάξει! Νίκησες πρωτομάστορα. Νίκησε η αγάπη. Πιάστε το μυστρί μαστοράδες, δώστε εντολή και πείτε σε κάθε περαστικό πως αυτό το γιοφύρι χτίστηκε εξαιτίας μιας μεγάλης αγάπης». Σας χαιρετώ λοιπόν.
Άνοιξε λοιπόν τα φτερά του και έφυγε μακριά!
Γ.Π.
Αφήγηση σε α΄ πρόσωπο
Η μέρα ξεκίνησε όπως όλες οι προηγούμενες, συνειδητοποιώντας ότι η δουλειά μιας ακόμα μέρας δεν είχε αποτέλεσμα, καθώς η γέφυρα είχε γκρεμιστεί από τα θεμέλια. Πολλοί εργάτες δυσανασχετούσαν και απειλούσαν ότι θα τα παρατήσουν. Ήμουνα σε απόγνωση, όταν εκείνο το πουλί εμφανίστηκε. Όχι ένα συνηθισμένο πουλί. Αυτό το πουλί δεν κελαηδούσε αλλά μιλούσε τη γλώσσα μας. Μας είπε ότι για να πετύχει η γέφυρα πρέπει η γυναίκα μου να χτιστεί στα θεμέλια της. Τι να κάνω; Η γέφυρα θα βοηθούσε όλη την κοινότητα και θα συνέβαλε στην άνθιση του εμπορίου. Έτσι, έστειλα το πουλί να καλέσει τη γυναίκα μου. Την καημένη, να ήξερε τι την περιμένει!! Όταν ήρθε, ήταν πολύ πιο νωρίς από ό,τι την περίμενα. Ράγισε η καρδιά μου! Εκείνη, μη ξέροντας την μακάβρια αλήθεια, παραπλανήθηκε  από τους εργάτες…Στη συνέχεια, την χτίσαμε στα θεμέλια της γέφυρας, καθώς αυτή, ανήμπορη, μας καταράστηκε αλλά για καλή μας τύχη, την πείσαμε να την αλλάξει για χάρη του αδερφού της. Αυτή τη μέρα θα τη θυμάμαι για όλη μου τη ζωή.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ 369-529

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ

Ευριπίδη Ελένη-Β επεισόδιο, 4η σκηνή