Οι ξυπόλυτοι ήρωες της Θεσσαλονίκης


Οι ξυπόλυτοι ήρωες της Θεσσαλονίκης


Τι γνωρίζουν τα παιδιά  σήμερα για την κατοχή, την αντίσταση και το ξεκλήρισμα των Εβραίων και πώς μπορούν οι μικροί ήρωες του ξυπόλητου τάγματος να ξυπνήσουν τις ευαίσθητες χορδές των εφήβων και να κινητοποιήσουν τον προβληματισμό τους για ιστορικά γεγονότα της δεκαετίας του 1940; Μπορούν ο Τάκης και η Σταυρούλα, η Αλέγρα και ο Πέπο να παρασύρουν τους σημερινούς νεαρούς αναγνώστες στις διαδρομές τους στις γειτονιές της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης και στον αγώνα τους να επιβιώσουν και να αντιταχθούν στη λαίλαπα του φασισμού; Είναι η λογοτεχνία ένας τρόπος για να προσεγγίσουν οι μαθητές την Ιστορία και τι έχει να προσφέρει ένα ιστορικό μυθιστόρημα που απευθύνεται σε παιδιά στην αναζήτηση του εαυτού τους, του κόσμου τους και του ιστορικού παρελθόντος τους;

Σε όλα αυτά τα ερωτήματα έρχεται να δώσει απάντηση και μάλιστα με πολύ πειστικό τρόπο το βιβλίο Ξυπόλητοι ήρωες της Αλεξάνδρας Μητσιάλη που απέσπασε το 2017 το βραβείο ελληνικού εφηβικού-νεανικού βιβλίου του κύκλου ελληνικού παιδικού βιβλίου και το κρατικό βραβείο εφηβικού νεανικού-λογοτεχνικού βιβλίου.

Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί μπήκαν στη Θεσσαλονίκη, άρχισαν να επιτάσσουν δημόσια κτίρια για να καλύψουν τις ανάγκες τους και να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους. Από το μένος των κατακτητών δε γλίτωσαν  ούτε τα ορφανοτροφεία και έτσι δεκάδες ορφανά παιδιά βρέθηκαν στον δρόμο, ένωσαν τη φτώχεια και την πείνα τους και συγκρότησαν το ξυπόλητο τάγμα, μια παιδική ομάδα αντίστασης που τόλμησε να κλέβει τρόφιμα από τα καμιόνια των Γερμανών και τις αποθήκες των μαυραγοριτών για να βοηθήσει τους εξαθλιωμένους πολίτες αλλά και τους ανθρώπους της αντίστασης. Μικροί στο ύψος αλλά μεγάλοι στην ψυχή και στη θέληση, οι  σαλταδόροι αυτοί της Θεσσαλονίκης κοίταξαν τον κατακτητή και τον θάνατο στα μάτια σ’ ένα καθημερινό ραντεβού μαζί τους και έγιναν ήρωες χωρίς να το επιδιώξουν και χωρίς να συνειδητοποιήσουν το μεγαλείο της πράξης τους. Ήταν οι ανάγκες της εποχής και τα κελεύσματα της ιστορίας στα οποία ανταποκρίθηκαν με περίσσια υπευθυνότητα και γενναιότητα.

Σ’ αυτόν τον καθημερινό σκληρό αγώνα επιβίωσης ακολουθεί η Α. Μητσιάλη τους μικρούς ξυπόλητους ήρωες και περπατά στα χνάρια τους για να τους σκιαγραφήσει στις σελίδες του βιβλίου με τέτοια ζωντάνια και αυθεντικότητα που ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται και αυτός μαζί τους στη Θεσσαλονίκη και γίνεται κοινωνός των προσωπικών τους περιπετειών αλλά και μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου. Η απλότητα του λόγου και η παραστατικότητα των εικόνων αφοπλίζουν και προσδίδουν ενάργεια σε ένα κείμενο στο οποίο δεν εκβιάζονται συναισθήματα και καταστάσεις. Όπως αβίαστα και αυθόρμητα έδρασαν οι πρωταγωνιστές του βιβλίου της  το ίδιο αβίαστα η συγγραφέας ξετυλίγει και το κουβάρι της πλοκής χωρίς να καταφύγει σε υπερβολές και στην καλλιέργεια αρνητικών συναισθημάτων. Η ιστορία πανταχού παρούσα διεισδύει στον μυθοπλαστικό λόγο και υφαίνεται με μαεστρία ένας πίνακας ζωής στον οποίο περιγράφονται ανάγλυφα οι χαρακτήρες των προσώπων, οι συμπεριφορές, τα κίνητρα και η δράση τους.

Ποιοι είναι όμως αυτοί οι ξυπόλητοι ήρωες; Είναι πρώτα απ’ όλα ο βασικός ήρωας του βιβλίου ο Τάκης, ένα παιδί που βρέθηκε στον δρόμο, όταν οι Γερμανοί τον διώξανε μαζί με άλλα παιδιά από το Παπάφειο και ξεκίνησε την ομάδα του ξυπόλητου τάγματος. Γιατί όπως χαρακτηριστικά λέει: «στον δρόμο καλύτερα να είσαι με τους άλλους παρά μόνος σου»(σελ. 27).Εύστροφος , ετοιμοπόλεμος και ευρηματικός είναι αυτός που πρώτος τρέχει αλληλέγγυος σε όποιον τον χρειάζεται. «Μόνο αυτός ήξερε να κυκλοφορεί στην πόλη και γι’ αυτή τη δουλειά έπρεπε να φτάσει στην άλλη άκρη της γης. Μόνο αυτός έπαιζε στα δάχτυλα τις συνοικίες, τους δρόμους, τα κατατόπια. Μόνο αυτός ήταν μαθημένος να περπατάει χιλιόμετρα χωρίς να χαμπαρίζουνε τίποτα οι πατούσες του. Και μόνο του λόγου του, αν ο μη γένοιτο συνέβαινε κάτι, θα μπορούσε να τα βάλει με τον εχθρό και ίσως να ξεγλιστρήσει με κάποια πονηριά από τον κλοιό του»(σελ.59).

Είναι η Σταυρούλα που βάζει τη βάρκα και τις πετονιές και ξανοίγονται στη θάλασσα με τον Τάκη, το Θανάση, τον Ντίνο για να ψαρέψουν και να χορτάσουν την πείνα τους. Ο πατέρα της συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς στρατιώτες για την αντιστασιακή του δράση και οδηγείται στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά ενώ και ο αδελφός της ο Άρης ακολουθεί την πορεία του πατέρα του και παίζει καθημερινά τη ζωή του κορώνα-γράμματα γεμίζοντας τους τοίχους της Θεσσαλονίκης με τα συνθήματα της Αντίστασης. Η Σταυρούλα αδυνατεί να καταλάβει το μίσος και την εμπάθεια που φωλιάζει στις ψυχές των ανθρώπων: «Και τι τις ενοχλούν τις κυρίες οι Εβραίοι;» αναρωτήθηκε πάλι. Και τι σήμαινε άραγε αυτή η φράση, που πέταξε μία απ’ αυτές, «να καθαρίσει η χώρα από τους Εβραίους»; Μα τι ήτανε οι Εβραίοι, λεκές που έπρεπε να καθαριστεί;»(σελ. 113).

Είναι τέλος η  Αλέγρα , η μεγάλη κόρη της εβραϊκής οικογένειας Λεβί. Μεγαλώνει σε μια ευκατάστατη  οικογένεια, φοιτά σε γαλλικό σχολείο και γι’ αυτήν η Ευρώπη είναι ο χώρος της ανεξιθρησκείας και του διαφωτισμού. «Όλα αυτά τα φρικτά που άκουγε ήταν δυνατόν να συμβαίνουν στη δική της Ευρώπη; Γιατί η Ευρώπη ήταν για την Αλέγρα ο τόπος του Ρουσσό, του Ουγκό και του Ντίκενς, που τα βιβλία τους διάβαζε με μανία στα γαλλικά. Μέσα στα καράβια  και τα βαγόνια των εικόνων τους ταξίδευε στην Αγγλία και στη Γαλλία και γνώριζε πολλές πόλεις, ανθρώπους, άλλες ζωές. Και τη θαύμαζε την Ευρώπη η Αλέγρα. Κι επιθυμούσε κάποτε τα καράβια και τα βαγόνια να έπαιρναν σάρκα και οστά κι εκείνη μ’ ένα εισιτήριο στο χέρι να έκανε το όνειρο της πραγματικότητα»(σελ. 127). Οι απορίες της θα λυθούν με τον πιο σκληρό τρόπο, όταν θα αναγκαστεί να στριμωχτεί στο τρένο που θα την οδηγήσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μαζί με χιλιάδες άλλους Εβραίους.

Οι διαφορετικές οπτικές γωνίες που προβάλλονται στο μυθιστόρημα συμπληρώνονται από τον Πέπο, τον πατέρα του, τον γέρο Λεόν και την αδελφή του Λούνα, την Ελένη και τη μητέρα της, την Αγγελική, τον Ντίνο, τον Θανάση, τον Έκτορα,  το Γερμανό γιατρό Φριτς. Όλοι τους λογοτεχνικοί ήρωες με φόντο πραγματικά, καθημερινά γεγονότα:  την πείνα και τον τρόμο, τις διώξεις και τις φυλακίσεις, τη συνεργασία των Ελλήνων με τους Γερμανούς κατακτητές για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα, δείχνοντας μεγαλύτερη σκληρότητα πολλές φορές και από τους Γερμανούς της Γκεστάπο, το κίτρινο αστέρι στα ρούχα των Εβραίων, τη συγκέντρωση τους στην πλατεία Ελευθερίας και τον εξευτελισμό τους κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο. Γεγονότα που μέσα από τον φακό της λογοτεχνίας βοηθούν τους νεαρούς αναγνώστες να μάθουν και να προβληματιστούν χωρίς εμπάθειες για τα ζητήματα της ιστορίας.

Το βιβλίο κλείνει με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1944 και τον κόσμο να ξεχύνεται στους δρόμους για να πανηγυρίσει. «Και παντού όπου συναντούσανε ο ένας τον άλλον γνωστοί και άγνωστοι μεταξύ τους γιορτάζανε. Αγκαλιάσματα χαράς, σπαραγμοί, φιλιά, μάτια ποτάμια. Γιατί κάτι τέτοιες ώρες χαρά και λύπη γίνονται ένα, καθώς βράζουνε στο ίδιο καζάνι και ξεπηδούνε από την ίδια κοίτη με την ίδια αξεχώριστη ορμή. Κι ήτανε άνθρωποι που ο καθένας με τον τρόπο του, άλλος λίγο άλλος πολύ, είχανε αγωνιστεί και τώρα παίρνανε ην ανταμοιβή τους»(σελ.386). Οι μικροί ξυπόλητοι ήρωες έδωσαν πολλά σ’ αυτόν τον αγώνα και ας μέτρησαν πληγές και απώλειες. Η μεγάλη τους νίκη ήταν η αντίσταση τους στις ορδές του φασισμού και της μισαλλοδοξίας. 

Αλεξάνδρα Γερακίνη



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ 369-529

Η ΑΝΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ

Ευριπίδη Ελένη-Β επεισόδιο, 4η σκηνή