Ενδεικτική απάντηση σε ερώτηση ερμηνευτικού σχολίου
Η πύλη ἄνοιξε ἀργά. Μπορεῖ κι αὐτουνοῦ νὰ τοῦ φάνηκε ὅτι ὅλα γίνονταν σὲ ἀργὴ κίνηση. Εἶχε συνηθίσει νὰ βλέπει τὸν κόσμο μὲ κινηματογραφικὴ ματιά, τὸ εἶχε σπουδάσει, μόνο ποὺ δὲν εἶχε καταφέρει ἀκόμη νὰ γυρίσει τὴν πρώτη του ταινία. Μιὰ ταινιούλα μικροῦ μήκους εἶχε κατορθώσει νὰ φτιάξει, κι ἐκείνη δὲν ἔφτασε οὔτε στὸ φεστιβὰλ νέων δημιουργῶν τῆς Δράμας. Μπά, δὲν ἦταν γκαντεμιὰ τωρινή, αὐτὴ τὴν κουβάλαγε χρόνια, ἀπὸ τότε. Ἀπὸ κεῖνον ποὺ θὰ ἔβγαινε σὲ λίγο ἀπὸ τὴν πύλη τῶν φυλακῶν.
Οἱ Ἀγροτικὲς
Φυλακές. Ἐπίτηδες, λές,
φτιαγμένες
ἔξω ἀπὸ τὴν
πόλη,
σὲ μιὰ
στεπώδη ἀνοιχτωσιά. Γκρίζο χῶμα, ἀκαλλιέργητο, κάτι παλιὰ ἐργοστάσια ἐπεξεργασίας μετάλλων
εἶχαν
ἀφήσει
πίσω
τους ἐρείπια
καὶ μολυσμένα ὑπεδάφη. Οἱ
κτιριακὲς ἐγκαταστάσεις
μοναχικές,
στὸ πουθενά,
σὰν νὰ
τελείωνε
κάπου
ἐκεῖ ἡ
ζωὴ
καὶ ἀμέσως
παραπέρα ν’ ἄρχιζε
τὸ τίποτε.
Πῶς νά
‘ταν
ἄραγε
αὐτὸς
ποὺ εἶχε ἀρνηθεῖ
νὰ τὸν
δεῖ εἴκοσι
ὁλόκληρα χρόνια; Καὶ
γιατί
ἔπρεπε
νὰ τὸν
δεῖ; Νὰ
τὸν φορτωθεῖ;
Νὰ φορτωθεῖ
τὶς δικές του
τύψεις;
Πιὸ λογικὸ
ἀκουγόταν νὰ
μὴν τὸν
συναντήσει
ποτέ. Τὰ
γράμματά του
λίγα.
Ἐπίσκεψη καμιά, καὶ
ἄς ἐπέμενε ἡ
γιαγιὰ
Ντρούσκα,
λίγο
πρὶν πεθάνει,
ὅτι ἔπρεπε
νὰ τὸν
συγχωρέσει
καὶ νὰ
τὸν δεῖ
ἀπὸ κοντά. Δικός της
γιὸς ἦταν ὁ
δολοφόνος,
ἂν ἦταν μάνα τῆς
νύφης,
ποιὸς ξέρει ἂν
θὰ ἀντιδροῦσε ἔτσι γιὰ
τὸν φονιά.
Ἡ δοκιμασία, μέχρι νὰ
ἀποφασίσει
νὰ συναντήσει τὸν
ἀποφυλακισμένο
πατέρα του,
κράτησε μῆνες. Τελικά
το ἀποδέχτηκε
καὶ ἦρθε. Τουλάχιστον ἂς
τὸν κατέβαζε μέχρι
τὴν πόλη κι
ἂς τὸν
ἄφηνε
στὴν καινούρια
του ζωή, ὅση τοῦ
ἀπέμενε.
Ἡ πύλη
ἄνοιγε.
Ἡ κάμερα στὰ
χέρια
του. Ὁ
ἄνθρωπος ποὺ
ἔβγαινε
κρατοῦσε ἕνα σὰκ
βουαγιάζ.
Τὸ συννεφόκαμα τοῦ
ἔφερνε
πρόσκαιρη τύφλωση
στὰ μάτια – ἐκεῖ μέσα δὲν
χρειάζονταν
γυαλιά.
«Καλημέρα» τοῦ εἶπε.
«Καλημέρα, παλικάρι μου» εἶπε ὁ
ἀποφυλακισμένος,
ζαρωμένος,
εὐνουχισμένος. Τελειωμένος.
«Τί κρατᾶς στὰ
χέρια
σου, γιέ μου;»
«Μιὰ κάμερα. Θέλω
νὰ γράψω
τὴ ζωή σου,
ἀρχίζοντας
ἀπὸ τὴ
μέρα
ποὺ βγῆκες.»
«Τί τὴ θέλεις
τὴ ζωή μου»
ἀναρωτήθηκε χωρὶς νὰ
περιμένει
ἀπάντηση. «Τὴν
ἔφαγα.
Μαζὶ
μ’ ἐκείνη.»
Ὁ γιὸς τραβοῦσε
συνεχῶς ὑλικό.
«Γι’ αὐτὸ ἦρθες
νὰ μὲ ὑποδεχτεῖς, Τάσο; Γιὰ
νὰ μὲ
κάνεις
ταινία;»
«Αὐτὸ σπούδασα,
πατέρα.»
«Σπούδασες πῶς νὰ προδίνεις
τὴ ζωὴ τῶν
ἄλλων;»
Ὁ ἀποφυλακισμένος προχωροῦσε πρὸς
τὴ στάση τῶν
λεωφορείων. Κάθε μία ὥρα περνοῦσε
ἕνα λεωφορεῖο
τοῦ ΚΤΕΛ.
Δὲν ἔβλεπε
στὰ μάτια τὸν
γιό του,
γιατί
δὲν μποροῦσε,
ὁ ἄλλος
εἶχε
φροντίσει νὰ
φορέσει τὰ
μάτια
τοῦ φακοῦ.
«Γιατί τὴ σκότωσες;»
«Αὐτὸ ἦρθες νὰ
μάθεις
ἀπὸ μένα; Εἴκοσι
χρόνια
ἔμεινα ἐκεῖ μέσα
στοὺς γαμημένους τοίχους γιὰ
νὰ τὸ
ξεχάσω…»
«Ἔχεις δίκιο. Ἡ
μάνα
δὲν ξεχνιέται.»
«Σωστά. Σταμάτα νὰ μὲ φωτογραφίζεις!»
«Σὲ κινηματογραφῶ».
«Θὲς νὰ
μάθεις
γιατί
τὴ σκότωσα;
Δὲν σοῦ
εἶπε ἡ
γιαγιά
σου, ἡ
κοινωνία
ἡ σωστὴ
δὲν σοῦ
τὸ πρόλαβε
τὸ μυστικό;»
«Τί νὰ προλάβει;»
«Γιατί τὴ σκότωσα…»
«Γιατί εἶσαι παρανοϊκὸς
καὶ τὴ
ζήλευες.»
Ὁ ἀποφυλακισμένος ἄντρας σταμάτησε ξαφνικὰ
καὶ στάθηκε
μπροστὰ
στὸν ἄνθρωπο-κάμερα.
«Δὲν θὰ
σοῦ τὴ
σπάσω
τὴ μηχανή,
μπάσταρδε. Ἐξαιτίας σου
τὴ σκότωσα.
Γράψ’
το αὐτό. Γιὰ
τὴν τιμή μου.
Καί, ἂν
τολμᾶς,
δεῖξε
τὴν ταινία σου
καὶ στὴν
τηλεόραση. Καὶ
ὕστερα
ψάξε
νὰ βρεῖς
ποιανοῦ
παιδὶ
εἶσαι…»
Τὸ πλάνο
ἄδειαζε
καθὼς
ὁ ἄντρας
ἔφευγε
ἀπὸ τὴ
μέση
καὶ στὴ
θέση
του φανερωνόταν
τὸ κενό, πίσω ἀπὸ τὰ
ἐρείπια,
πίσω
ἀπὸ τὰ
φυλαγμένα
κτίρια, τὸ πιὸ ἀκατοίκητο κενό.
Γρηγοριάδης, Θ.(2007). Χάρτες. Εβδομήντα Ιστορίες, Αθήνα: Πατάκης, σελ. 150-152.
Ερώτηση
ερμηνευτικού σχολίου
Το
βασικό ερώτημα που θέτει το κείμενο είναι αν η τιμή μπορεί να δικαιολογήσει τον
φόνο. Μέσα από ποιους κειμενικούς δείκτες αναδεικνύεται το ερώτημα αυτό; Ποια
είναι η δική σας άποψη για το θέμα αυτό; Να αναπτύξετε την απάντηση
σας σε ένα κείμενο 200 λέξεων(15 μονάδες)
Ενδεικτική
απάντηση
Στο
διήγημα "Μικρού Μήκους" του Θ.Γρηγοριάδη, ο κεντρικός ήρωας, ένας
νεαρός κινηματογραφιστής περιμένει έξω από τις αγροτικές φυλακές για να
συναντήσει τον πατέρα του που πρόκειται να αποφυλακιστεί. Μετά από είκοσι
ολόκληρα χρόνια που έχει να τον δει, από τότε που σκότωσε τη μητέρα του, τον
περιμένει με μια κάμερα στο χέρι για να γυρίσει σε ταινία τη ζωή του, ίσως
γιατί έτσι θα μπορέσει να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βασανίζουν
τόσα χρόνια και ίσως ακόμη γιατί δεν τολμά να τον αντικρίσει κατάματα και
χρειάζεται τη βοήθεια ενός φακού για να φιλτράρει την αλήθεια που θα ακούσει.
Όσα λέγονται μέσα από τον αμήχανο διάλογο πατέρα και γιου αλλά και όσα δεν
τολμούν να πουν οι δυο τους και πάντοτε υπό το άγρυπνο βλέμμα της κάμερας που
κινηματογραφεί τον πατέρα αποκαλύπτουν τα κίνητρα δράσης και ρίχνουν φως
στη διάπραξη του εγκλήματος. Οι συνεχείς προστακτικές και οι εντολές που δίνει
ο πατέρας στον γιο σκιαγραφούν ένα έγκλημα που έγινε για όλους υπεράσπισης της
τιμής του θύτη. Οι αιχμές που αφήνει ο πατέρας για την πατρότητα του νεαρού,
αιχμές που ενισχύουν τη θέση του για το έγκλημα τιμής, δεν μπορούν σε καμία
περίπτωση να δικαιολογήσουν το έγκλημα και να δώσουν ελαφρυντικά στον πατέρα,
ακόμα και αν αυτός προσπαθεί να εμφανιστεί ως το θύμα από την ντροπή της
προδοσίας που κουβαλάει τόσα χρόνια. Αφαίρεσε μία ανθρώπινη ζωή, στέρησε από
τον γιο του τη μητέρα του και τώρα σκοτώνει τη σύζυγο-μητέρα για δεύτερη φορά
.Τελικά η συνάντηση όχι μόνο δε θα οδηγήσει στη λύτρωση αλλά θα προκαλέσει
ακόμα περισσότερα ερωτηματικά και αμφιβολίες στον νεαρό ήρωα του κειμένου που
θα φύγει με το απόλυτο κενό μέσα του.
Σχόλια