Παρουσίαση του βιβλίου "11 ημέρες του Απρίλη 1826" της Λίλης Λαμπρέλλη
Έντεκα
μέρες του Απρίλη 1826, Λίλη Λαμπρέλλη
Ως εκπαιδευτικός δεν ήταν λίγες οι φορές που δίδαξα στους μαθητές μου την πολιορκία και την έξοδο του Μεσολογγίου τόσο στο μάθημα της Ιστορίας όσο και στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ’ Γυμνασίου με αφορμή τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Διονύσιου Σολωμού. Ιστορικές πηγές, εποπτικό υλικό και νέες τεχνολογίες, έργα τέχνης, δραστηριότητες δημιουργικής γραφής είναι μερικά από τα μέσα που αξιοποίησα για να προσεγγίσω αυτή τη μεγάλη στιγμή της Ελληνικής Επανάστασης και της Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Και κάθε φορά ένιωθα ότι μου έλειπε ένα ευσύνοπτο πεζό λογοτεχνικό κείμενο, πλασμένο από την αλήθεια της Ιστορίας και τη γοητεία της μυθοπλασίας, ένα κείμενο που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις εμπειρίες και ανάγκες ενός εφήβου αλλά και ενός ώριμου αναγνώστη.
Αυτό το λογοτεχνικό κείμενο λοιπόν που αναζητούσα, το βρήκα στο βιβλίο της Λίλης Λαμπρέλλη «Έντεκα μέρες του Απρίλη 1826». Πρόκειται για ένα οδοιπορικό στο μαρτυρικό Μεσολόγγι του 1826 και ένα χρονικό έντεκα ημερών, 9 ημερών πριν την έξοδο και δύο μετά, δοσμένο μέσα από τα μάτια του Μάρκου, ενός εφήβου Γελεκτσή. Ποιοι ήταν όμως οι Γελεκτσήδες; Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μαθαίνουμε από τη συγγραφέα ότι οι Γελεκτσήδες ήταν μία ομάδα ατρόμητων εφήβων που έδρασαν κυρίως τους τελευταίους μήνες της δεύτερης πολιορκίας, συμμετέχοντας στον αγώνα με πολλούς τρόπους και πήραν το όνομα τους από το γιλέκο που φορούσαν για να μη τους βαραίνει η κάπα.
Διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο της Λίλης Λαμπρέλλη έχει την εντύπωση ότι μπροστά στα μάτια του ξεδιπλώνεται ένα κείμενο με παραμυθιακά στοιχεία. Άλλωστε η ίδια δηλώνει παραμυθού. Πώς μπορεί όμως να είναι παραμύθι ένα κείμενο που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και σε μαρτυρίες και οι ήρωες του είναι πρόσωπα υπαρκτά με μοναδική εξαίρεση τον Μάρκο και τον Άγγελο; Η ζωντάνια και η δύναμη της αφήγησης από τη μια και το επικό-μυθικό στοιχείο από την άλλη που χαρακτηρίζει τις πράξεις των πρωταγωνιστών δημιουργούν την αίσθηση της ανάγνωσης ενός παραμυθιού που δεν τρομάζει ακόμα και όταν αφηγείται στιγμές αγριότητας, ακραίας στέρησης και απελπισίας. Και σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται η αξία και η ιδιαιτερότητα του βιβλίου της Λίλης Λαμπρέλλη που μας χάρισε ένα κείμενο λογοτεχνικό το οποίο ξέρει πολύ καλά να ζωντανεύει την ιστορία και παράλληλα να τη σέβεται.
Ο νεαρός ήρωας του βιβλίου, ο Μάρκος παίρνει διακριτικά από το χέρι τους αναγνώστες και τους οδηγεί στα νερά της λιμνοθάλασσας, για να δουν τους εξαντλημένους κατοίκους να ψάχνουν καβούρια και αρμυρίκια για να χορτάσουν την πείνα τους, στους προμαχώνες για να συναντήσουν τον Κίτσο Τζαβέλα και να μυρίσουν το μπαρούτι, στο σπίτι του Τζαβέλα για να ακούσουν τον επίσκοπο Ιωσήφ να υψώνει τη φωνή του και να απειλεί με κατάρες, όταν κάποιοι προτείνουν να σκοτώσουν τις γυναίκες και τα παιδιά για να μη πιαστούν αιχμάλωτοι, στην πυριτιδαποθήκη του Καψάλη για να αγγίξουν τους αρρώστους, τους γέροντες και τους πληγωμένους που ήρεμοι περιμένουν να ανατιναχτούν, όταν οι εχθροί παραβιάσουν την πόρτα.
Ο αναγνώστης δεν μπορεί να μη συγκινηθεί από τις εικόνες του πολιορκημένου Μεσολογγίου αλλά είναι μία συγκίνηση που προκύπτει αβίαστα από τη δύναμη και την αμεσότητα ενός ισορροπημένου κειμένου που δεν είναι μελό και δίνει χώρο στον αναγνώστη να προσθέσει τη δική του ματιά, τον δικό του ορίζοντα προσδοκιών. Και αναρωτιέται κανείς πόσα αποθέματα ψυχικής δύναμης διέθεταν αυτοί οι εξαντλημένοι από την πείνα και τις κακουχίες άνθρωποι για να καθαρίζουν και να συμμαζεύουν τα σπίτια τους λίγο πριν την έξοδο, να βάζουν τα καλά τους ρούχα για να πάνε στην εκκλησία και να δίνουν αφιόνι στα μωρά που κουβαλούσαν στις πλάτες τους για να μην ακουστεί το κλάμα τους. Και υποκλίνεται στον ηρωισμό και στο μεγαλείο τους.
Ξεφυλλίζω το βιβλίο και σκέφτομαι πόσο όμορφο και ενδιαφέρον θα ήταν αν τα γεγονότα της πολιορκίας και της εξόδου του Μεσολογγίου διδάσκονταν με τη βοήθεια του βιβλίου αυτού, αν πλάι στον ιστορικό λόγο βάδιζαν και τα πρόσωπα του βιβλίου και διεύρυναν και φώτιζαν την ιστορική θέαση των γεγονότων. Η παράλληλη ανάγνωση λογοτεχνικών και ιστορικών κειμένων στη τάξη βοηθά τους μαθητές μας να έρθουν σε επαφή με τις ανθρώπινες εμπειρίες από πολλές διαφορετικές πλευρές και να κατανοήσουν τους τρόπους με τους οποίους ένα ιστορικό γεγονός διαμορφώνει τις ζωές, τις αντιδράσεις και τις κρίσιμες αποφάσεις που καλούνται να πάρουν τα άτομα. Είναι δύσκολο να υπάρξει ιστορία χωρίς αφήγηση αλλά και μυθοπλασία χωρίς ιστορία και το βιβλίο που κρατάω στα χέρια μου το αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο.
Με τις 11 μέρες του Απρίλη 1826 αισθανόμαστε ότι μεταφερόμαστε στο πολύπαθο Μεσολόγγι και παρακολουθούμε τα γεγονότα καλειδοσκοπικά, όπως υποστηρίζει η Αφροδίτη Αθανασοπούλου[1], παρακολουθούμε τα άτομα δηλαδή, τα προσωπικά τους βιώματα και τα συναισθήματα τους. Και έτσι τα γεγονότα του Μεσολογγίου που σημάδεψαν την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης δεν είναι μόνο αυτά που οι μαθητές μαθαίνουν πανοραμικά μέσα από την Ιστορία αλλά παίρνουν σάρκα και οστά, γίνονται οι ιστορίες συγκεκριμένων ανθρώπων που δε φοβήθηκαν, δε δείλιασαν ούτε μια στιγμή, κοίταξαν τον θάνατο κατάματα, αναμετρήθηκαν μαζί του και με τις αποφάσεις τους πέταξαν προς την αιώνια ελευθερία, όπως ακριβώς το πουλί του Μάρκου που λίγο πριν την ηρωική έξοδο, αφήνεται ελεύθερο να πετάξει ελεύθερο σε έναν ουρανό που μυρίζει άνοιξη.
Χάρη στη Λίλη Λαμπρέλλη έχουμε ένα εξαιρετικό βιβλίο που φέρνει στο φως τις πράξεις ανώνυμων και επώνυμων Μεσολογγιτών που μπορεί να μη τους αναφέρει η ιστορία αλλά τους ζωντανεύει η λογοτεχνία με τον δικό της μοναδικό τρόπο, διατηρώντας έτσι άσβεστη την ατομική και συλλογική μνήμη. Αξίζει λοιπόν να διαβαστεί από μικρούς και μεγάλους, από γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς για να μάθουν τι έγινε τότε, εκείνες τις 11 μέρες του Απρίλη 1826.
[1] Αθανασοπούλου, Α. (2004), «Ιστορία και Λογοτεχνία στο σχολείο. Μια διεπιστημονική πρόταση διδασκαλίας για την κριτική αγωγή των μαθητών στον σύγχρονο πολιτισμό» στο Αγγελάκος, Κ- Κόκκινος, Γ (επιμ.), Η διαθεματικότητα στο σύγχρονο σχολείο και Η διδασκαλία της Ιστορίας με τη χρήση πηγών, Αθήνα: Μεταίχμιο, σσ. 101-132.
Σχόλια